δουλεύω,
ρ. [<αρχ.
δουλεύω <δοῦλος], δουλεύω. 1. είμαι στην υπηρεσία κάποιου και γενικά
εργάζομαι: «δουλεύω σ’ ένα εργοστάσιο || δουλεύω στη δουλειά του πατέρα μου ||
δουλεύω σε μια προσωπική μου δουλειά || δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ || δουλεύω
σ’ ένα τεχνικό γραφείο». 2. (για μηχανήματα) λειτουργώ: «το αυτοκίνητο
δουλεύει μια χαρά». 3. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι κάποιο υλικό:
«δουλεύω τον πηλό». 4. (για επιχειρήσεις) αποδίδω κέρδη: «δουλεύει
καθόλου αυτή η επιχείρηση; -Βεβαίως δουλεύει». 5. πειράζω, κοροϊδεύω,
κουρντίζω κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες
μου από μένα τι γυρεύεις). 6. ξεγελώ, εξαπατώ: «είναι τόσο αθώος,
που όλοι τον δουλεύουν και του τρώνε τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα
είναι σοβαρή, η κόρ’ είναι τσαχπίνα, έτσι τηνε δουλεύουνε και την
περνούνε φίνα). (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- αν
ήταν η δουλειά καλή, θα δούλευαν κι οι παπάδες, βλ. λ. δουλειά·
- αυτός
κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, βλ. λ. τύχη·
- βάζω
το μυαλό μου να δουλέψει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
το νου μου να δουλέψει, βλ. λ νους·
- δε
δουλεύει το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- δουλεύει
αμορτισέρ, βλ. λ. αμορτισέρ·
- δουλεύει
αναρτήσεις, βλ. λ. ανάρτηση·
- δουλεύει
απάνω χέρι, κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- δουλεύει
βούρδουλας, βλ. λ. βούρδουλας·
- δουλεύει
γαϊδουρινά, βλ. λ. γαϊδουρινά·
- δουλεύει
για δέκα, δουλεύει πάρα πολύ (δηλ. όσο δέκα άτομα μαζί): «δουλεύει για δέκα
ο φουκαράς, γιατί έχει να θρέψει ολόκληρο ασκέρι»·
- δουλεύει
για το καρβέλι, βλ. λ. καρβέλι·
- δουλεύει
εξάτμιση, βλ. λ. εξάτμιση·
- δουλεύει
επικουρικό, βλ. λ. επικουρικό·
- δουλεύει
ήλιο με ήλιο, βλ. λ. ήλιος·
- δουλεύει
καμτσίκι, βλ. λ. καμτσίκι·
- δουλεύει
κρύο σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- δουλεύει
με διπλό καρμπιρατέρ, βλ. λ. καρμπιρατέρ·
- δουλεύει
με κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δουλεύει
με όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- δουλεύει
με ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- δουλεύει
με ρυθμό χελώνας ή δουλεύει σε ρυθμό χελώνας, βλ. λ. χελώνα·
- δουλεύει
μαναβέλα, βλ. λ. μαναβέλα·
- δουλεύει
μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- δουλεύει
ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δουλεύει
ο χρόνος ή χρόνος δουλεύει, βλ. λ. χρόνος·
- δουλεύει
όλη την κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- δουλεύει
όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- δουλεύει
παρασκήνιο, βλ. λ. παρασκήνιο·
- δουλεύει
ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
- δουλεύει
σαν γαϊδούρι ή δουλεύει σαν το γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δουλεύει
σαν είλωτας ή δουλεύει σαν τον είλωτα, βλ. λ. είλωτας·
- δουλεύει
σαν ζώο ή δουλεύει σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- δουλεύει
σαν μαύρος ή δουλεύει σαν το μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- δουλεύει
σαν μηχανή ή δουλεύει σαν τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- δουλεύει
σαν μουλάρι ή δουλεύει σαν το μουλάρι, βλ. λ. μουλάρι·
- δουλεύει
σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δουλεύει
σαν πούστης ή δουλεύει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- δουλεύει
σαν ρομπότ ή δουλεύει σαν το ρομπότ, βλ. λ. ρομπότ·
- δουλεύει
σαν σκλάβος ή δουλεύει σαν το σκλάβο, βλ. λ. σκλάβος·
- δουλεύει
σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- δουλεύει
σαν σκύλος ή δουλεύει σαν το σκύλο, βλ. λ. σκύλος·
- δουλεύει
σαν το μαύρο το σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- δουλεύει
σκυλίσια, βλ. λ. σκυλίσιος·
- δουλεύει
στα σκοτεινά, βλ. λ. σκοτεινός·
-
δουλεύει την πίσω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- δουλεύει
το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δουλεύει
το πιστόνι; βλ. λ. πιστόνι·
- δουλεύει
(τον) καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμά·
- δουλεύει
τον κοσμάκη, βλ. λ. κοσμάκης·
- δουλεύει
χειροκίνητη, βλ. λ. χειροκίνητη·
- δουλεύει
χειροποίητη, βλ. λ. χειροποίητη·
- δουλεύει
χειροτεχνία, βλ. λ. χειροτεχνία·
- δουλεύει
ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- δουλεύουν
μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα ή δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι
μηχανές, βλ. λ. ρολόι·
- δουλεύουν
οι τόκοι, βλ. λ. τόκος·
- δουλεύουν
τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δουλεύω
καλά, βλ. λ. καλός·
- δουλεύω
μάκινα, βλ. λ. μάκινα·
- δουλεύω
με το κομμάτι, βλ. λ. κομμάτι·
- δουλεύω
μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- δουλεύω
μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- δουλεύω
μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δουλεύω
οικοδομή, βλ. λ. οικοδομή·
- δουλεύω
παρτάιμ, βλ. λ. παρτάιμ·
- δουλεύω
σκοτωτά, βλ. λ. σκοτωτός·
- δουλεύω
στη μουτζούρα, βλ. λ. μουτζούρα·
- δουλεύω
τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- δουλεύω
τη γη, βλ. λ. γη·
- δουλεύω
τηλέγραφο, βλ. λ. τηλέγραφος·
- δουλεύω
φουλτάιμ, βλ. λ. φουλτάιμ·
- δούλεψαν
τα σύρματα, βλ. λ. σύρμα·
- δούλεψαν
τα τέλια, βλ. λ. τέλι·
- δούλεψαν
τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- δούλεψε
να φας και κλέψε να ’χεις, έκφραση που δηλώνει πως τα πολλά λεφτά
αποκτιούνται συνήθως με παράνομο τρόπο·
- δούλεψε
τηλέγραφος, βλ. λ. τηλέγραφος·
- δούλεψε
φάλαγγα, βλ. λ. φάλαγγα·
- ο
χρόνος δουλεύει για…, βλ. λ. χρόνος·
- ο
χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. λ. χρόνος·
- ο
χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ), βλ. λ. χρόνος·
- όλα
δουλεύουν ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
- όποιος
δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όποιος
δουλεύει σαν δούλος, κοιμάται σαν αφέντης, βλ. λ. αφέντης·
- όσο
θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, βλ. λ. Θεός·
- όταν
δε δουλεύει τ’ απάνω πάτωμα…, βλ. λ. πάτωμα·
- όταν
έχεις, φύλαγε, σαν δεν έχεις, δούλευε, η αποταμίευση και η εργατικότητα
εξασφαλίζουν στον άνθρωπο σίγουρη ζωή: «για να μην έχεις την ανάγκη κανενός,
όταν έχεις, φύλαγε, σαν δεν έχεις, δούλευε»·
- σαν
σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, βλ. λ. αφέντης·
- το
δουλεύει (ενν. το μουνί της), η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος,
ενδίδει με ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών, έχει έντονη σεξουαλική
ζωή: «όποιος έχει όρεξη για πήδημα, πέφτει δίπλα στην τάδε που το δουλεύει».
Συνών. τα ζητάει / τα θέλει·
- το
δουλεύει το εργαλείο, (για γυναίκες) βλ. λ. εργαλείο·
- τον
δουλεύω μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- τον
δουλεύω ψιλό γαζί, βλ. λ. γαζί·
- τόσο
δουλεύει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό.