δούλα,
η, ουσ.
[<μσν. δούλα <αρχ. δούλη], η δούλα. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) η
οικιακή βοηθός, η υπηρέτρια: «ήθελε κι αυτή μια δούλα στο σπίτι, όπως είχαν κι
οι φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ασίκης και μαγκιόρος μάγκας, φίνος,
μερακλής, με τις δούλες εξηγιέμαι γιατί είμαι σεβνταλής). 2.
η πολύ ερωτευμένη γυναίκα, η πολύ αφοσιωμένη σύζυγος ή μητέρα: «όλοι οι άντρες
θα ήθελαν να έχουν μια δούλα σαν τη γυναίκα σου || τρέχει σαν δούλα από πίσω
του || φροντίζει σαν δούλα την οικογένειά της». Υποκορ. δουλίτσα, η και δουλάκι,
το. Μεγεθ. δουλάρα, η·
-η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και
κυρά, βλ. λ. νοικοκύρης·
- καλύτερα
δούλα στον πλούσιο παρά κυρά στον φτωχό, προκειμένου να ζει κανείς με
άνεση, πλούσια, δε λογαριάζει το ηθικό κόστος: «ο κόσμος που όλα τα κρίνει, δε
με ρώτησε ποτέ πώς τα φέρνω βόλτα, γι’ αυτό καλύτερα δούλα στον πλούσιο παρά
κυρά στον φτωχό».