δόση,
η, ουσ.
[<αρχ. δόσις <δίδωμι], η δόση. 1. μικρή ποσότητα φαρμάκου, που χορηγείται
σε ασθενή σε τακτά χρονικά διαστήματα: «πρωί και βράδυ μετά το φαγητό θα
παίρνει τη δόση του απ’ αυτό το σιρόπι». 2. προκαθορισμένο ποσό που
δίνεται για την τμηματική εξόφληση εμπορεύματος ή χρέους, ιδίως σε τακτές
ημερομηνίες: «αύριο δίνω την τελευταία δόση και ησυχάζω || αγόρασα μια
τηλεόραση με δόσεις». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ποσότητα ναρκωτικού
για μια χρήση: «αν δεν πάρει τη δόση του, δεν πρόκειται να ηρεμήσει». (Λαϊκό
τραγούδι: μακριά απ’ τη δόση προτού στη δώσει, μακριά απ’ τη τζούρα πριν
γίνεις σβούρα). 4.(γενικά) μικρή ποσότητα, μικρό ποσό.
(Ακολουθούν 14 φρ.)·
- αυτή
τη δόση, αυτή τη φορά: «αυτή τη δόση θα σε συγχωρήσω, αλλά στο εξής θέλω να
προσέχεις». (Λαϊκό τραγούδι: θες να φύγω το ’χω νιώσει με τη στάση σου αυτή
που μου κρατάς και θα φύγω αυτή τη δόση, δεν αντέχω άλλο να με τυραννάς)·
- έχει
μια δόση αλήθεια(ς), αυτό το οποίο λέγεται, δεν είναι ολωσδιόλου ψέμα: «ας
εξετάσουμε το πράγμα, γιατί αυτό που μας λέει έχει μια δόση αλήθεια»·
- έχει
μια δόση πουστιάς, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι εντελώς
άντρας ως προς τις ερωτικές του προτιμήσεις, αλλά παρουσιάζει και
ομοφυλοφιλικές τάσεις: «έχει επιτυχίες στις γυναίκες, δε λέω, αλλά μου φαίνεται
πως έχει και μια δόση πουστιάς»·
- έχει
μια δόση πουτανιάς, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι
εντελώς ηθική: «φαίνεται κορίτσι από σπίτι, αλλά έχει και μια δόση πουτανιάς»·
- έχει
μια δόση τρέλα(ς), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι
ολωσδιόλου γνωστικό: «είναι φρόνιμο παιδί, αλλά ώρες ώρες έχει μια δόση τρέλα»·
- θέλω
τη δόση μου, είμαι εξαρτημένος, ιδίως από οινοπνευματώδη ποτά ή ναρκωτικά,
και έχω ανάγκη από την ημερήσια ποσότητα που έχω συνηθίσει τον οργανισμό μου
για να είμαι ήρεμος ή νηφάλιος: «κάθε βράδυ θέλω τη δόση μου για να μπορέσω να
κοιμηθώ, γι’ αυτό πηγαίνω στο ουζερί της γειτονιάς μου»· βλ. και φρ. παίρνω
τη δόση μου·
- κάποια
δόση, κάποια φορά: «κάποια δόση μου είχες υποσχεθεί πως θα με πάρεις στη
δουλειά σου, αλλά ακόμη τίποτα»·
- με
δόσεις, α. όχι μετρητοίς, αλλά σε μικρά ποσά που δίνονται σε τακτές
ημερομηνίες: «αγόρασα μια τηλεόραση με δόσεις». β. με αργό ρυθμό, όχι
απευθείας και οριστικά, λίγο λίγο: «αν ήξερα πως θα μου έδινε με δόσεις τη
δουλειά που του ανέθεσα, θα την έδινα σ’ άλλον || μου τελειώνει το καλό κρασί,
γι’ αυτό το πίνω με δόσεις»·
- μια
δόση, κάποια στιγμή: «γυρνάω μια δόση και τον βλέπω να κόβει βόλτες».
(Λαϊκό τραγούδι: σπάστα, γκρέμισ’ τα μια δόση κι ο λεβέντης θα
πληρώσει)·
- παίρνω
τη δόση μου, α. παίρνω την αναγκαία ημερήσια ποσότητα
οινοπνευματώδους ποτού ή ναρκωτικού, για να διατηρούμαι ήρεμος ή νηφάλιος:
«κάθε απόγευμα πηγαίνει στο ουζερί και παίρνει τη δόση του». β. αποκτώ ή
έρχομαι σε επαφή με κάτι που με ευχαριστεί και με φέρνει σε καλή διάθεση, σε
κέφι: «κάθε βράδυ, αν δεν πάρει τη δόση του στα μπουζούκια, δε λέει να
κοιμηθεί». γ. μου συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, σχεδόν καθημερινά, που μου
χαλάει την ψυχική μου διάθεση: «πήγα στο δήμο για ένα πιστοποιητικό και πήρα
για σήμερα τη δόση μου, γιατί αγανάκτησα με τη γραφειοκρατία || μέχρι να φτάσω
το πρωί στη δουλειά μου, έπεσα σε δυο μποτιλιαρίσματα και πήρα τη δόση μου
σήμερα με το παραπάνω»·
- πήρε
τη χρυσή δόση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) πήρε θανατηφόρα δόση: «τον
βρήκαν παγωμένο στο κρεβάτι του, γιατί πήρε τη χρυσή δόση». (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν πουν οι άλλοι τη χρυσή πως πήρα τάχα δόση,η μοναξιά θα ξέρεις
αυτή μ’ έχει σκοτώσει)·
- ρίχνω
τη δόση μου, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) παίρνω τη δόση του ναρκωτικού μου
με ενδοφλέβια ένεση: «όταν δεν έχει να ρίξει τη δόση του, κάνει σαν τρελός»·
- την
προηγούμενη δόση, την προηγούμενη φορά: «την προηγούμενη δόση μου είχες πει
άλλα πράγματα»·
- την
τελευταία δόση, την τελευταία φορά: «την τελευταία δόση που συναντήθηκαν,
άφησαν τα πείσματα κι έδωσαν τα χέρια».