δόξα,
η, ουσ.
[<αρχ. δόξα (= γνώμη)], η δόξα. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- ανοίγεται
πεδίον δόξης λαμπρό(ν), βλ. λ. πεδίο·
- ανοίγεται
στάδιον δόξης λαμπρό(ν), βλ. λ. στάδιο·
- δόξα
να ’χει ο γιαραμπή(ς) ή δόξα τω γιαραμπή, βλ. λ. γιαραμπής·
- δόξα
να ’χει ο Θεός ή δόξα σοι ο Θεός ή δόξα τω Θεώ, βλ. λ. Θεός·
- είμαι
στις δόξες μου, είμαι στο απόγειο της δύναμής μου ή των επιτυχιών μου:
«τώρα που είμαι στις δόξες μου, όλοι θέλουν να μου κάνουν παρέα»·
- εκεί
που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε
δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- …
και ξανά προς τη δόξα τραβά, λέγεται
ειρωνικά για δυσάρεστη κατάσταση, που ύστερα από μικρή παύση εμφανίζεται με
μεγαλύτερη ένταση: «μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή μπλέχτηκε με τις παλιοπαρέες του
και ξανά προς τη δόξα τραβά». Αναφορά στο στρατιωτικό εμβατήριο η Ελλάδα
ποτέ δεν πεθαίνει δεν της νοιάζει φοβέρα καμιά, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και
ξανά προς τη δόξα τραβά·
- μεγάλες
δόξες, σπουδαίες επιτυχίες, ιδίως στις γυναίκες, σπουδαία γλέντια, ζωή μέσα
σε πλούτο και ευημερία: «κάποτε είχε μεγάλες δόξες, αλλά τώρα γέρασε ο φουκαράς
και ζει με τις αναμνήσεις του»·
- ο
βλάχος κι αν αγίασε, σκατένια δόξα πήρε, βλ. λ. βλάχος·
- προς
δόξα(ν) του (της)…, λέγεται ειρωνικά για τον υπεύθυνο κάποιας αρνητικής ή
δυσάρεστης ενέργειας ή κατάστασης: «για μια υπογραφή έτρεχε από γραφείο σε
γραφείο για μια υπογραφή προς δόξαν της δημοσιοϋπαλληλικής αδιαφορίας»·
- τέλος
και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- την
πήρε δόξη και τιμή, την
παντρεύτηκε σύμφωνα με το χριστιανικό τυπικό, με πλήρη νομιμότητα: «πέντε
χρόνια την τραβολογούσε τη δόλια, ώσπου στο τέλος τ’ αποφάσισε και την πήρε
δόξη και τιμή». Από τη φρ. που ψάλλει ο παπάς κατά το μυστήριο του γάμου Κύριε
ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς. Συνών. την πήρε με δόξα και
τιμή / την πήρε με παπά και μα κουμπάρο / την πήρε με στεφάνι·
- την
πήρε με δόξα και τιμή, βλ. φρ. την πήρε δόξη και τιμή·
- τον
πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς, βλ. λ. πλούτος.
- του
χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος.