δοντάκι,
το, ουσ. [υποκορ.
του ουσ. δόντι], το δοντάκι·
- βάζω
το χρυσό δοντάκι ή βάζω χρυσό δοντάκι, μεταλαβαίνω τη θεία κοινωνία,
κοινωνώ. Αυτή την εντύπωση καλλιεργούσαν οι μεγάλοι στα πολύ μικρά παιδιά, ότι
δηλ., μαζί με τη θεία κοινωνία, έβαζαν στην οδοντοστοιχία τους κι ένα χρυσό
δοντάκι, κάτι, που τα έκανε να ανοίγουν πιο εύκολα το στόμα τους ή να
καταπνίγουν το φόβο που ένιωθαν από την επιβλητική φιγούρα του παπά·
- βγάζω
το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. φρ. βάζω το χρυσό
δοντάκι·
- παίρνω
το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. συνηθέστ. βάζω το
χρυσό δοντάκι·
- πονάει
το δοντάκι μου, (και για τα δυο φύλα) είμαι ερωτευμένος: «απ’ τη μέρα που
τη γνώρισα, πονάει το δοντάκι μου για πάρτη της». (Τραγούδι: αχ, φούντου
φουντουκάκι μου, πονάει το δοντάκι μου για σένα αγοράκι μου ).