δόλωμα,
το, ουσ.
[<αρχ. δόλωμα < δολόω -ῶ <δόλος], το δόλωμα· οποιοδήποτε ελκυστικό
μέσο χρησιμοποιείται για την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου: «είχε στο
μπαράκι του για δόλωμα κάτι ωραίες γκαρσόνες κι όλα τα κορόιδα τις κερνούσαν
σαμπάνιες, γιατί νόμιζαν πως θα τις πάρουν και στο κρεβάτι τους». (Λαϊκό
τραγούδι: έχει για δόλωμά της χαμόγελο γλυκό κι η τσαχπινιά της είναι
αγκίστρι μαγικό)·
- αρπάζω
το δόλωμα, βλ. φρ. τσιμπώ το δόλωμα·
- βάζω
για δόλωμα ή βάζω δόλωμα, προσπαθώ να παραπλανήσω ή να εξαπατήσω
κάποιον χρησιμοποιώντας ένα ελκυστικό μέσο (αντικείμενο, άνθρωπο, παροχή,
εξυπηρέτηση): «έβαλε για δόλωμα δίπλα του μια ωραία γκόμενα, που δήθεν του
έδειχνε ενδιαφέρον, και μέσα σε λίγη ώρα της είχε εκμυστηρευτεί τα πάντα για τη
ζωή του». Από την εικόνα του ψαρά που βάζει δόλωμα στην άκρη του αγκιστριού του
για να προσελκύσει τα ψάρια·
- πετώ
για δόλωμα ή πετώ δόλωμα, βλ. φρ. βάζω για δόλωμα·
-
ρίχνω για δόλωμα ή
ρίχνω δόλωμα, βλ. φρ. βάζω για δόλωμα·
- τσιμπώ
το δόλωμα, παραπλανιέμαι, εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι από το ελκυστικό μέσο που
χρησιμοποίησε κάποιος για να με παραπλανήσει ή να με εξαπατήσει: «έκανε την
ερωτευμένη μαζί του κι όταν αυτός τσίμπησε το δόλωμα, τον πήγε σε μια λέσχη να
παίξουν χαρτιά και τον έγδυσαν». Από την εικόνα του ψαριού που ξεγελιέται από
το δόλωμα του ψαρά και πιάνεται στο αγκίστρι του·
-
χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, (ιδίως
για εμπορευόμενους) αν δεν προκαλέσεις με διάφορα τεχνάσματα το ενδιαφέρον του
πελάτη, δεν μπορείς να πουλήσεις το εμπόρευμά σου: «βάλε κανένα χρώμα, ρίξε
κανένα φωτισμό, φώναξε έναν διακοσμητή να ομορφύνει λίγο τη βιτρίνα σου, γιατί
χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται».