δοκιμή,
η, ουσ.
[<μτγν. δοκιμή <δοκιμάζω], η δοκιμή. 1. (για είδη ένδυσης ή
υπόδησης) ο έλεγχος για να διαπιστώσουμε αν είναι στα μέτρα μου ή αν με
κολακεύει, η πρόβα: «εσύ θ’ αγόραζες χωρίς δοκιμή το κουστούμι σου και τα
παπούτσια σου;». 2. (για πράγματα ή μηχανήματα) η χρησιμοποίηση για
μικρό χρονικό διάστημα, για να ελεγχθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα, η
χρησιμότητα ή η καλή λειτουργία τους: «έκανε για δοκιμή μια βόλτα με τ’
αυτοκίνητο, για να δει αν λειτουργεί καλά». 3. (για φαγητά) η εξέταση με
τη γεύση για να ελεγχθεί η ποιότητα, ιδίως η νοστιμιά ενός φαγητού ή αν μαγειρεύτηκε
με επιτυχία: «πήρε για δοκιμή λίγο φαγητό μέσ’ απ’ την κατσαρόλα». 4. η
απόπειρα, η προσπάθεια για να διαπιστώσω αν μπορώ να φέρω σε πέρας κάτι: «πώς
λες πως δεν μπορείς να το καταφέρεις χωρίς δοκιμή; || δεν έχουμε καιρό για
δοκιμές, μόλις τελειώσεις το πρώτο δείγμα, φέρ’ το να το βγάλουμε στην
παραγωγή»·
- κάνω
δοκιμή (κάτι), α. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) τα φορώ για να
διαπιστώσω αν είναι στα μέτρα μου ή αν με κολακεύουν, κάνω πρόβα: «κάνω δοκιμή
το πουκάμισο για να δω αν είναι στα μέτρα μου || κάνω δοκιμή τα παπούτσια μου».
β. (για πράγματα ή μηχανήματα) τα χρησιμοποιώ για λίγο, για να ελέγξω
την ποιότητα, την καταλληλότητα, τη χρησιμότητα ή την καλή λειτουργία τους:
«κάνω δοκιμή τ’ αυτοκίνητο για να δω αν λειτουργεί καλά η μηχανή του». γ. (για
φαγητά) γεύομαι μια μικρή ποσότητα για να διαπιστώσω αν μαγειρεύτηκε καλά ή αν είναι
νόστιμο: «κάθε τόσο η μητέρα έκανε δοκιμή το φαγητό και πότε έβαζε αλάτι πότε
πιπέρι». δ. αποπειρώμαι, προσπαθώ να διαπιστώσω αν μπορώ να φέρω σε
πέρας κάτι: «έχει βάλει στοίχημα πως μπορεί ν’ ανεβεί τρέχοντας στον όγδοο μέσα
σ’ ένα λεπτό και κάνει δοκιμή για να δει αν θα τα καταφέρει»·
- ούτε
για δοκιμή, λέγεται σε περιπτώσεις που αρνείται κάποιος ακόμη και την ελάχιστη
παροχή: «δε θα του δώσεις τίποτα απ’ όσα του υποσχέθηκες; -Ούτε για δοκιμή».
Από την εικόνα του ατόμου που αρνείται να δώσει σε κάποιον έστω και λίγη
ποσότητα από το φαγητό του για να το δοκιμάσει·
- υπό
δοκιμή(ν), α. (για πρόσωπα) που τίθεται σε έλεγχο με σκοπό την
εξέταση της ικανότητάς του ή της εργατικότητάς του: «τον πήρα στη δουλειά μου,
αλλά θα τον έχω ένα μήνα υπό δοκιμή». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) που
χρησιμοποιείται δοκιμαστικά για να ελεγχθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα, η
χρησιμότητα ή η καλή λειτουργία τους: «πήρα ένα αυτοκίνητο, αλλά το ’χω ακόμα
υπό δοκιμή».