δόκανο,
το, ουσ.
[<μτγν. δόκανον <δοκός], το δόκανο, η παγίδα·
- πέφτω
στο δόκανο, παγιδεύομαι: «ο κακοποιός έπεσε στο δόκανο της αστυνομίας»·
- πιάνομαι
στο δόκανο, βλ. φρ. πέφτω στο δόκανο·
- στήνω
δόκανο, στήνω παγίδα: «το δόκανο που έστησε η αστυνομία απέφερε καρπούς,
γιατί έκανε ένα σωρό συλλήψεις».