δίχως,
πρόθ. [συμφυρ.
των αρχ. διχῶς και δίχα], χωρίς: «δίχως εμένα δε θα πας πουθενά»· βλ. και λ. χωρίς. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γυναίκα
δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- δίχως
άλλο ή το δίχως άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δίχως
αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δίχως
ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δίχως
αποτέλεσμα, βλ. λ. αποτέλεσμα·
- δίχως
αύριο, βλ. λ. αύριο·
- δίχως
περιστροφές, βλ. λ. περιστροφή·
- δίχως
ταυτότητα, βλ. λ. ταυτότητα·
- είναι
βαρέλι δίχως πάτο, βλ. λ. πάτος·
- θέλει
γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- κεφάλι
δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
-
λόγια δίχως ουσία, βλ. λ. λόγος·
-
λόγια δίχως περιεχόμενο, βλ. λ. λόγος.