δίχτυ,
το, ουσ.
[<αρχ. δίκτυον], το δίχτυ. 1. η παγίδα: «το πουλί πήγε κι έπεσε στο
δίχτυ του κυνηγού». 2. είδος δικτυωτής τσάντας από σχοινί ή νάιλον, που
χρησιμοποιεί κανείς για να μεταφέρει διάφορα καταναλωτικά αγαθά, ιδίως τρόφιμα:
«ο πατέρας είχε το δίχτυ γεμάτο με τρόφιμα και άλλα ζαρζαβατικά». Συνών. πλεμάτι
(1) / φιλέ (3). 3. το πλέγμα από σχοινί ή νάιλον που χρησιμοποιείται
κατά περίπτωση σε διάφορα αθλητικά παιχνίδια, όπως πιγκ πογκ, τένις, βόλεϊ,
μπάσκετ: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα της εστίας». Συνών. φιλέ (2α, β).
4α. στον πλ. τα δίχτυα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα δίχτυα
της εστίας: «η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα». Συνών. μπακλαβωτό ή μπακλαβαδωτό
/ πλεμάτι (3 / πλεχτό (4) / φιλέ (2α). β. οργανωμένος μηχανισμός,
που λειτουργεί παράνομα με σκοπό να παγιδεύσει, να εμπλέξει κάποιον ή κάποιους
σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση από την οποία πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να
γλιτώσουν, να ξεμπερδέψουν: «τα δίχτυα του οργανωμένου εγκλήματος || τα δίχτυα
των ναρκωτικών». Υποκορ. διχτάκι, το. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- απλώνω
το δίχτυ ή απλώνω τα δίχτυα, βλ. φρ. στήνω το δίχτυ·
-
βρίσκω δίχτυα, (στο
γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω τέρμα, γκολ: «πάλι βρήκε δίχτυα ο παιχταράς
μας || αυτός ο παίχτης μπορεί και βρίσκει δίχτυα σε κάθε παιχνίδι»·
-
έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, παγιδεύτηκε
ύστερα από οργανωμένη επιχείρηση: «ύστερα απ’ το ανελέητο κυνηγητό, που είχε
εξαπολύσει η αστυνομία εναντίον του, έπεσε στα δίχτυα της αράχνης». Από την
ομοιότητα που μπορεί να έχει το δίχτυ με τον ιστό της αράχνης·
- μ’
έριξε στα δίχτυα της, υπέκυψα
στη σαγήνη της με καταστρεπτικές συνέπειες: «απ’ τη μέρα που μ’ έριξε στα
δίχτυα της, τρέχω σαν σκυλάκι από πίσω της». (Λαϊκό τραγούδι: πεισματάρα, μ’
έριξες στα δίχτυα σου, εγώ θα σε λατρεύω για το πείσμα σου)·
-
μπλέκομαι στα δίχτυα της ή
μπλέκω στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό
τραγούδι: που έμπλεξα στα δίχτυα σου χήρα μου ζηλεμένη, και κάθε
νύχτα βρίσκομαι με την καρδιά καμένη)·
- πέφτω
στα δίχτυα της, βλ. φρ. πιάνομαι στα δίχτυα της. (Λαϊκό τραγούδι: όποιος
θα πέσει στα δίχτυα τα δικά σου, σαν το γαρίφαλο κι αυτός θα μαραθεί,
σαν τριαντάφυλλο θα σβήσει δε θ’ αντέξει, κατάκαρδα κι αυτός θα πληγωθεί)·
- πέφτω
στο δίχτυ ή πέφτω στα δίχτυα, βλ. φρ. πιάνομαι στο δίχτυ·
- πιάνομαι
στα δίχτυα της, υποκύπτω στη σαγήνη μιας γυναίκας με καταστρεπτικές
συνέπειες: «απ’ τη μέρα που πιάστηκε στα δίχτυα της, διέλυσε την οικογένειά
του». (Τραγούδι: πώς τα κατάφερα και πιάστηκα μέσα στα δίχτυα σου ο
καημένος, σ’ όλους τους φίλους μου ντροπιάστηκα γιατί ’μαι ερωτευμένος)·
-
πιάνομαι στο δίχτυ ή
πιάνομαι στα δίχτυα, α. παγιδεύομαι: «πιάστηκε στα δίχτυα της
αστυνομίας». β. ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι: «με τόσα πράγματα που μ’ έταξε
αν τον βοηθούσα, ο καθένας θα πιάνονταν στα δίχτυα»·
- ρίχνω
δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα ή ρίχνω τα δίχτυα μου, φλερτάρω
γυναίκα για να την κατακτήσω: «κάθε απόγευμα σενιαρίζεται και κατεβαίνει στα
μπαράκια της παραλίας να ρίξει τα δίχτυα του». (Λαϊκό τραγούδι: τα δίχτυα
ρίχνουνε κι όποια πετύχουνε, τα δυο να ζουν χρήμα και έρως, και
βγαίνουν άσοι οι τρεις Καμπαλέρος). Συνών. κάνω καμάκι / ρίχνω παραγάδι
(α)·
- ρίχνω
παντού τα δίχτυα μου, δημιουργώ ποικίλες σχέσεις και σε διάφορους
επαγγελματικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς χώρους για την πραγματοποίηση του
σκοπού μου: «όταν πρόκειται να κάνει μια καινούρια δουλειά, ρίχνει παντού τα
δίχτυα του για να οργανωθεί καλά»·
- στήνω
το δίχτυ ή στήνω τα δίχτυα, α. στήνω παγίδα: «η αστυνομία
έστησε τα δίχτυα της στο κύκλωμα των ναρκωτικών». β. μηχανορραφώ:
«έστησε μεθοδικά το δίχτυ του γύρω απ’ τον τάδε, μέχρι που τον κατάστρεψε»·
- τα
δίχτυα της αράχνης, ο ιστός της αράχνης: «στα δίχτυα της αράχνης είχαν
παγιδευτεί δυο μυγάκια και μια πεταλουδίτσα»·
- τινάζω
τα δίχτυα στον αέρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω γκολ ύστερα από
δυνατό σουτ: «σούταρε από είκοσι μέτρα μακριά κατά της αντίπαλης εστίας και
τίναξε τα δίχτυα στον αέρα»·
- τον
τύλιξε στα δίχτυα της, έπεσε θύμα της γοητείας της: «απ’ τη μέρα που τον
τύλιξε στα δίχτυα της, κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- τον
τύλιξε στα δίχτυα του, τον ξεγέλασε, τον εξαπάτησε, έπεσε θύμα του: «τον
τύλιξε στα δίχτυα του με διάφορες υποσχέσεις και του ’φαγε τα λεφτά του».
(Λαϊκό τραγούδι: νάζια μου κάνεις να με ρίξεις και με κοιτάζεις τρυφερά, με
τέχνη θες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου τα πονηρά)·
- του
τίναξε τα δίχτυα (ενν. της εστίας που υπερασπίζεται), (στη γλώσσα του
ποδοσφαίρου) κατάφερε να πετύχει γκολ με πολύ δυνατό σουτ: «έκανε αλλεπάλληλες
τρίπλες μέσα στη μικρή περιοχή και με μια ξαφνική βολίδα του τίναξε τα δίχτυα».