αθέρας,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀθήρ], ο αθέρας· το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος, ιδίως εκείνο που
προβάλλεται στη βιτρίνα για να νομίσει ο πελάτης ότι όλο το εμπόρευμα είναι
εκλεκτό: «όταν διαλέγουν τον αθέρα απ’ το εμπόρευμά του, γίνεται θηρίο». Συνών.
αφρόκρεμα (2β) / αφρός / βιτρίνα (4) / κράχτης (3) / μόστρα (4)·
-
παίρνω τον αθέρα, διαλέγω,
ξεδιαλέγω το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος, ιδίως εκείνο που προβάλλεται στη
βιτρίνα: «δεν αφήνει σε κανέναν να παίρνει τον αθέρα του εμπορεύματός του».
Συνών. παίρνω τη μόστρα / παίρνω την αφρόκρεμα / παίρνω τον αφρό (α).