δίπλωμα,
το, ουσ.
[<αρχ. δίπλωμα (= διπλωμένο έγγραφο)], το δίπλωμα· (ειδικά) το δίπλωμα
οδήγησης τροχοφόρου: «τον συνέλαβε η τροχαία να οδηγεί χωρίς δίπλωμα και τον
πήραν μέσα»·
- βλάκας
με δίπλωμα, βλ. λ. βλάκας·
- βράδυ
σου δώσανε το δίπλωμα; ή βράδυ πήρες το δίπλωμα; βλ. φρ. νύχτα
σου δώσανε το δίπλωμα(;)·
- έχει
δίπλωμα, (γενικά) είναι πολύ ικανός, πολύ επιτήδειος σε κάτι: «αυτός ο
άνθρωπος έχει δίπλωμα στην απατεωνιά || έχει δίπλωμα να ρίχνει τις γκόμενες ||
έχει δίπλωμα στην κλεψιά». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας είχε δίπλωμα στον
έρωτα βραβείο και την καρδιά της τη σκληρή την έκοψε στα δύο)·
- μαλάκας
με δίπλωμα, βλ. λ. μαλάκας·
- με
δίπλωμα, που δεν αφήνει αμφιβολία για την ιδιότητά του καλή ή κακή:
«δικηγόρος με δίπλωμα», δηλ. πολύ καλός δικηγόρος ή «χαρτοκλέφτης με δίπλωμα»,
δηλ. πολύ μεγάλος χαρτοκλέφτης. Πρβλ.: για το χατίρι σου μικρή, έλαβα
δίπλωμα μπεκρή (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. με πατέντα / με περικεφαλαία·
- με
διπλώματα και παπλώματα, επιτείνει την έννοια του διπλώματος που κατέχει
κάποιος σε ένα τομέα: «είναι μηχανικός με διπλώματα και παπλώματα». Αγαπημένη
έκφραση του Καραγκιόζη στο θέατρο σκιών·
- νύχτα
πήρες το δίπλωμα; ή νύχτα σου δώσανε το δίπλωμα; ειρωνική παρατήρηση
σε ατζαμή οδηγό: «πρόσεχε, ρε παιδάκι μου, θα μας πατήσεις, νύχτα σου δώσανε το
δίπλωμα;»·
- του
κάνω δίπλωμα, τον καταφέρνω, τον τυλίγω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «από δω
τον είχε, από κει τον είχε, του ’κανε δίπλωμα και του πήρε τα δανεικά που
ήθελε». Για λόγους έμφασης, πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα
και για μεγαλύτερα έμφαση η φρ. κλείνει με το μα ένα ή με το μα
τι, ιδιαίτερα τονισμένο, παρασύροντας μαζί του και τη λ. δίπλωμα,
π.χ.: του ’κανα ένα δίπλωμα, μα ένα (μα τι) δίπλωμα, που δεν του άφησα
φράγκο στην τσέπη».