διπλός,
-η, -ό, επίθ.
[<μτγν. διπλός <αρχ. διπλοῦς], ο διπλός. 1. που είναι δυο φορές
μεγαλύτερος ή περισσότερος από έναν άλλον, ο διπλάσιος: «διπλός όγκος || διπλή
μερίδα». 2. που είναι διπλωμένος στα δυο: «σκεπάστηκα με την κουβέρτα
διπλή, γιατί κρύωνα». 3. που συναντιέται και σε δεύτερο αντίτυπο, που
δεν είναι μοναδικός: «πάρε όποιο γραμματόσημο θέλεις απ’ αυτά, γιατί τα ’χω
διπλά». 4. που αποτελείται από δυο μέρη: «ζήτησα μια διπλή κόλλα, γιατί
είχα να γράψω πολλά ακόμη για το διαγώνισμα». 5. που έχει δυο σημασίες ή
δυο εκδοχές: «πέταξε μια κουβέντα που είχε διπλό νόημα». 6. το θηλ. ως
ουσ. η διπλή (βλ. λ.). 7. το θηλ. στον πλ. ως ουσ. οι διπλές
(βλ. λ.). 8. το ουδ. ως ουσ. το διπλό (βλ. λ.). 9. το ουδ.
στον πλ. ως ουσ. τα διπλά (βλ. λ.). Επίρρ. διπλά, α. διπλάσια:
«αν μου τελειώσεις πιο γρήγορα τη δουλειά, θα σου δώσω διπλά απ’ όσα
συμφωνήσαμε» .β. για δυο αιτίες: «φοβάμαι διπλά ότι θα αποτύχεις:
πρώτον, γιατί είσαι επιπόλαιος και δεύτερον, γιατί δεν πολυαγαπάς τη δουλειά».
(Ακολουθούν 27 φρ.)·
- άβουλος
ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- άσκοπος
ο νους, διπλός ο κόπος, βλ. λ. νους·
- γίνομαι
διπλός, παχαίνω υπερβολικά: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και καθισιό, έγινα
διπλός»·
- διπλά
βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- διπλή
γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- διπλή
ζωή, βλ. λ. ζωή·
- διπλή
ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- διπλό
διαφορικό, βλ. λ. διαφορικό·
- διπλό
κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- διπλό
σεντόνι, βλ. λ. σεντόνι·
- δουλεύει
με διπλό καρμπιρατέρ, βλ. λ. καρμπιρατέρ·
- είναι
διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- έχει
διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- έχει
διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- ζει
διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- θα
τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- και
του χρόνου διπλός! (διπλή!), α. ευχή σε άντρα ή σε γυναίκα τον
επόμενο χρόνο να βρει το ταίρι του (της), να παντρευτεί. β. ευχή σε
νιόπαντρη γυναίκα του χρόνου να είναι έγκυος ή συνηθέστερα με παιδί. Συνήθως
της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε·
- κάνει
διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μοιρασμένη
χαρά, διπλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- μονό
δε φτάνει, διπλό περισσεύει, βλ. λ. μονός·
- παίζει
διπλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζει
διπλό ρόλο, βλ. λ. ρόλος·
- παίζει
σε διπλό ταμπλό ή το παίζει σε διπλό ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- πέφτω
μονός διπλός, βλ. λ. μονός·
- πέφτω
μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα
βλέπω όλα διπλά, α. είμαι πολύ ζαλισμένος, ιδίως έπειτα από
κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: «μόλις πιω δυο τρία ποτηράκια, τα βλέπω όλα
διπλά». β. είμαι ζαλισμένος, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «μόλις
έφαγα την πέτρα στο κεφάλι, άρχισα να τα βλέπω όλα διπλά»·
- τρώει
με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα.