δικηγόρος
κ. δικεόρος,
ο, θηλ. δικηγορίνα, η (βλ. λ.), ουσ. [<μτγν. δικηγόρος <δίκη +
αγορεύω], ο δικηγόρος. 1. αυτός που έχει το χάρισμα του λέγειν, ο
εύγλωττος, ο ρήτορας: «όταν ανοίγει το στόμα του, σκέτος δικηγόρος ο
αφιλότιμος!». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η κοκαΐνη «όταν έχει
δικηγόρο μαζί του, κάνει μπαμ από χίλια μέτρα μακριά». Υποκορ. δικηγοράκος,
ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- από
δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- βάζω
δικηγόρο, αναθέτω σε δικηγόρο κάποια υπόθεσή μου: «έβαλα δικηγόρο να
διαπραγματευτεί την αγορά ενός οικοπέδου»·
- βάλε
δικηγόρο, α. (στη γλώσσα της αργκό) άλλαξε τακτική, γιατί, αν
συνεχίσεις με τον ίδιο τρόπο, δεν έχεις καμιά ελπίδα να γίνει η δουλειά σου:
«όπως τα ’κανες τώρα τα πράγματα, βάλε δικηγόρο». β. η κατάσταση έχει
φτάσει στο απροχώρητο και επιβάλλεται η παρουσία κάποιου ειδικού για να βρεθεί
λύση: «αφού βλέπεις πως δεν τα καταφέρνεις μόνος σου σ’ αυτά τα λεπτά ζητήματα,
βάλε δικηγόρο να δεις την υγειά σου!». Από το ότι τις δύσκολες υποθέσεις του κάποιος
τις αναθέτει στο δικηγόρο του·
- δε
θέλω δικηγόρο ή δε θέλουμε δικηγόρο, βλ. φρ. δικηγόρο σε
βάλαμε(;)·
- δε
σε βάλαμε δικηγόρο ή δε σε βάλανε δικηγόρο, βλ. φρ. δικηγόρο σε
βάλαμε(;)·
- δικηγόρο
σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που, σε
μια διαφορά ή σε έναν διαπληκτισμό μας με κάποιον, παίρνει απρόσκλητος το μέρος
του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκαιο ή άδικο.
Πολλές φορές, η επιθετική αυτή έκφραση εκφέρεται και από τους δυο
διαπληκτιζόμενους. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή το
εσύ τι χώνεσαι. Συνών. καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε
βάλανε; / κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; ή κεχαγιά στ’
αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; ή κεχαγιά
στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε
βάλανε; / χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε(;)·
- δικηγόρος
του διαβόλου, βλ. λ. διάβολος·
- κάνει
για δικηγόρος, έχει μεγάλη ευχέρεια στο λέγειν, είναι πολύ εύγλωττος: «έχει
τόσο ωραίο λέγειν, που κάνει για δικηγόρος»·
- κάνω
το δικηγόρο του διαβόλου, βλ. λ. διάβολος·
- ο
δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει, αυτός
που ξέρει καλά τη δουλειά του ή που είναι καλά ενημερωμένος σε κάποιο επίμαχο
θέμα, δεν έχει ανάγκη από τη βοήθεια κανενός: «όταν ασχολείται με κάτι το
κατέχει απόλυτα κι έτσι ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει»·
- στο
γιατρό σου και στο δικηγόρο σου να μη λες ποτέ σου ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
-στους δικηγόρους να τα δώσεις! κατάρα υπό τύπο αστεϊσμού σε
κάποιον που μας κέρδισε σημαντικό χρηματικό ποσό, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο
τυχερό παιγνίδι, και που κυριολεκτούμε, όταν αντιληφθούμε πως μας το κέρδισε με
δόλο. Είναι και φορές που ακούγεται απλώς στους δικηγόρους! Συνών. στους
γιατρούς να τα δώσεις!