δίκη,
η, ουσ.
[<αρχ. δίκη], η δίκη·
- έχω
δίκη, α. (για πρόσωπα) συμμετέχω σε κάποια
δίκη ως ενάγων ή ως εναγόμενος: «πρέπει να κοιμηθώ σήμερα νωρίς, γιατί αύριο
έχω δίκη». β. (για δικαστές) δικάζω: «δε θα πιω σήμερα, γιατί αύριο έχω
δίκη και πρέπει να ’χω καθαρό μυαλό». γ. (για δικηγόρους) υπερασπίζομαι
κάποιον στο δικαστήριο: «πρέπει να φρεσκάρω τα γεγονότα, γιατί αύριο έχω δίκη»·
- η
Θεία Δίκη, η
δίκαιη τιμωρία που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη στέλνει οπωσδήποτε ο Θεός σε
κάποιον που έχει βλάψει άλλους και έχει γλιτώσει από την ανθρώπινη δικαιοσύνη:
«μπορεί να γλίτωσες απ’ το δικαστήριο, αλλά δε θα γλιτώσεις απ’ τη Θεία Δίκη».
Συνών. η θεία δικαιοσύνη / η θεία τιμωρία.