δικαιοσύνη,
η, ουσ.
[<αρχ. δικαιοσύνη], η δικαιοσύνη·
- η
δικαιοσύνη είναι τυφλή, (υποτίθεται) πως δεν κάνει εξαιρέσεις, (υποτίθεται)
όλοι μπροστά της είναι ίσοι: «έχω εμπιστοσύνη στα ελληνικά δικαστήρια, γιατί
όπως λένε, η δικαιοσύνη είναι τυφλή»·
- η
θεία δικαιοσύνη, η
δίκαιη τιμωρία που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη στέλνει ο Θεός σε κάποιον που
έχει βλάψει άλλους και έχουν γλιτώσει από την ανθρώπινη δικαιοσύνη: «στο τέλος
κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει απ’ τη θεία δικαιοσύνη». Συνών. η Θεία Δίκη /
η θεία τιμωρία.