δίκαιος,
-η κ. -α, -ο,
επίθ. [<αρχ. δίκαιος <δίκη], δίκαιος·
- επί
δικαίων και αδίκων, σε όλους ανεξαιρέτως: «η τιμωρία θα πέσει επί δικαίων
και αδίκων»·
- κοιμάται
τον ύπνο του δικαίου, βλ. λ. ύπνος.
δίκαιος,
-η κ. -α, -ο,
επίθ. [<αρχ. δίκαιος <δίκη], δίκαιος·
- επί
δικαίων και αδίκων, σε όλους ανεξαιρέτως: «η τιμωρία θα πέσει επί δικαίων
και αδίκων»·
- κοιμάται
τον ύπνο του δικαίου, βλ. λ. ύπνος.