διεύθυνση,
η, ουσ.
[<διευθύνω], η διεύθυνση· ο χώρος, το γραφείο μιας επιχείρησης ή υπηρεσίας,
καθώς και ο διευθυντής ή ο προϊστάμενος αυτής της επιχείρησης ή υπηρεσίας: «η
διεύθυνση σας ευχαριστεί θερμά για την προτίμηση που δείχνεται στο κατάστημά
μας || ανακοινώθηκε από τη διεύθυνση πως θα κοπούν οι υπερωρίες»·
-
έχει διεύθυνση, έκφραση
με την οποία υποδεικνύουμε με τα λόγια μας τον αίτιο για κάποιο κακό αποτέλεσμα
ή κακή ενέργεια, χωρίς να τον κατονομάζουμε: «όλοι γνωρίζουμε πως η επιθετική
ενέργεια κατά του προέδρου των εργαζομένων έχει διεύθυνση»·
-
θέλω διευθύνσεις και ονόματα, βλ. λ. όνομα.