διαφορά,
η, ουσ.
[<αρχ. διαφορά <διαφέρω], η διαφορά. 1. η διαφωνία: «για πέστε
μου, ποια είναι η διαφορά σας και δε συμφωνείτε;». 2. στον πλ. οι
διαφορές, οι ατακτοποίητες οικονομικές ή κοινωνικές υποθέσεις, που δημιουργούν
ψυχρότητα ανάμεσα σε δυο άτομα: «δε μιλιούνται, γιατί έχουν από χρόνια
διαφορές». 3. η βελτίωση, η υπεροχή: «είχε καμιά διαφορά ο άρρωστος με
τη νέα αγωγή που του έδωσε ο γιατρός του; || έχει μεγάλη διαφορά το αυτοκίνητό
μου απ’ το δικό σου, γιατί το δικό μου είναι Μερσεντές και το δικό σου είναι
ένα κατσαριδάκι». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δικαίωμα
στη διαφορά, το αίτημα διαφόρων φυλετικών ή κοινωνικών μειονοτήτων ή το
αίτημα διαφόρων ατόμων, που πάσχουν από διάφορα κινητικά προβλήματα ή χρόνια
προβλήματα υγείας, να γίνουν αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο και να έχουν την
ίδια αντιμετώπιση·
- κάνει
τη διαφορά (κάτι), κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό δίνει την υπεροχή, την
ανωτερότητα σε κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο: «και μόνο η μάρκα του αυτοκινήτου
μου κάνει τη διαφορά απ’ το δικό σου αυτοκίνητο»·
- λύνω
τις διαφορές μου, α. διακανονίζω τις οικονομικές ή κοινωνικές
διαφωνίες που έχω με κάποιον: «είναι απ’ το πρωί κλεισμένοι στο γραφείο και
λύνουν τις διαφορές τους». β. αντιμετωπίζω κάποιον δυναμικά, συμπλέκομαι
μαζί του: «έδωσαν ραντεβού σ’ ένα απόμερο σημείο για να λύσουν τις διαφορές
τους»·
- με
διαφορά στήθους, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος ή κάτι προηγείται ή
διαφοροποιείται στο ελάχιστο από κάποιον ή κάτι άλλο, ιδίως για ανταγωνισμό ή
συναγωνισμό: «στη γενική κατάταξη τον πέρασε με διαφορά στήθους || έπειτα από
τη γενική καταμέτρηση των ψήφων, ο τάδε βουλευτής εκλέχτηκε στο νομό μας,
κερδίζοντας τον αντίπαλό του με διαφορά στήθους». Από την εικόνα των δρομέων
που πάνω στο νήμα του τερματισμού προτείνουν με ένταση το στήθος τους για να
κερδίσουν με έστω και ελάχιστη διαφορά τους αντιπάλους τους·
- μ’
έναν αέρα διαφορά, βλ. λ. αέρας·
- με
τη διαφορά ή με τη μόνη διαφορά, υπό τον όρο ή με την προϋπόθεση, με
την επιφύλαξη που αλλάζει τα δεδομένα: «όλα θα γίνουν όπως τα συμφωνήσαμε, με
τη μόνη διαφορά όμως να πάρω δέκα τοις εκατό παραπάνω από σένα»·
- με
τη διαφορά ότι…, βλ. φρ. με τη διαφορά·
- με
την εξής διαφορά, βλ. φρ. με τη διαφορά·
- μοιράζουμε
τη διαφορά, (ιδίως για χρηματική διαφωνία) συμβιβαζόμαστε βρίσκοντας τη
μέση λύση: «έχασε αυτός πέντε, έχασα κι εγώ άλλα πέντε, μοιράσαμε έτσι τη
διαφορά και συμφωνήσαμε να κάνουμε τη δουλειά»·
-
ποια η διαφορά; δε
διαφέρει, δε διαφέρουν, δεν υπάρχει διαφορά, υπάρχει ομοιότητα μεταξύ δυο
πραγμάτων ή ταυτότητα απόψεων μεταξύ δυο ατόμων ή δυο ομάδων: «εσύ μου λες ότι
πέντε και πέντε κάνουν δέκα κι εγώ σου λέω ότι εφτά και τρία κάνουν δέκα. Ποια
η διαφορά; || ό,τι μου ζήτησες το αποδέχτηκα. Ποια η διαφορά λοιπόν να μην
υπογράψουμε τα συμβόλαια; || και το ’να αυτοκίνητο πρώτης γραμμής και τ’ άλλο
αυτοκίνητο πρώτης γραμμής. Ποια η διαφορά;»·
- τι
διαφορά κάνει; βλ.
συνηθέστ. ποια η διαφορά(;)·
-
υπάρχει διαφορά, υπάρχει
διάσταση απόψεων, υπάρχει διαφωνία: «δεν μπορούμε να υπογράψουμε το συμβόλαιο,
γιατί υπάρχει διαφορά».