διαταγή,
η, ουσ.
[<αρχ. διαταγή <διατάσσω], η διαταγή·
- βασιλική
διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, οι διαταγές των ανωτέρων δεν επιδέχονται
αμφισβήτηση και πρέπει να εκτελούνται οπωσδήποτε: «αφού το ζήτησε ο πατέρας
του, βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα»·
- δίνω
διαταγή, διατάζω: «ποιος σου έδωσε διαταγή να τους αφήσεις να μπουν μέσα
χωρίς εισιτήριο;»·
- είμαι
στις διαταγές του, είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον, τον υπηρετώ,
είμαι έτοιμος από ανάγκη, υποχρέωση ή επιθυμία, να πραγματοποιήσω κάθε επιθυμία
ή εντολή του. Συνών. είμαι στους ορισμούς του·
- η
επιθυμία σου είναι για μένα διαταγή, θα εκτελέσω οπωσδήποτε αυτό που
επιθυμείς, ιδίως λόγω μεγάλης συμπάθειας: «ζήτα μου ό,τι θέλεις, αγάπη μου,
γιατί η επιθυμία σου είναι για μένα διαταγή»·
- μέχρι
νεοτέρας διαταγής, μέχρις ότου βγει διαφορετική διαταγή ή απόφαση (ενν. ότι
ισχύει αυτή που υπάρχει): «θα εξακολουθήσουμε να δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο,
μέχρι νεοτέρας διαταγής». Με τον καιρό, το διαταγής ακούγεται όλο και
λιγότερο·
- στις
διαταγές σου! ή στις διαταγές σας! λέγεται σε περίπτωση που
περιμένουμε από κάποιον που είναι ή θεωρούμε ανώτερό μας να μας δηλώσει την
επιθυμία ή την εντολή του για κάτι, ή, αν αυτή έχει γίνει φανερή, δηλώνουμε πως
θα πραγματοποιηθεί. Από τη στρατιωτική γλώσσα. Συνών. δούλος σου! ή δούλος
σας! ή δούλος σου ταπεινός! ή δούλος σας ταπεινός! / στις
προσταγές σου! ή στις προσταγές σας! / στους ορισμούς σου! ή στους
ορισμούς σας!