διάσταση,
η, ουσ.
[<αρχ. διάστασις], η διάσταση·
-
βρίσκονται σε διάσταση (εν διαστάσει), (για ανδρόγυνα) δεν ζουν πια μαζί, αλλά δεν έχουν
πάρει διαζύγιο ή, πιο σπάνια, αν ζουν μαζί, ζουν συμβατικά: «είναι καιρός που
βρίσκονται σε διάσταση κι ο καθένας κάνει τη ζωή του || μένουν στο ίδιο σπίτι,
αλλά, επειδή βρίσκονται σε διάσταση, κοιμούνται χωριστά»·
- είναι
σε διάσταση (εν διαστάσει), (για ανδρόγυνα) βλ. φρ. βρίσκονται σε
διάσταση.