διασκέδαση,
η, ουσ.
[<μτγν. διασκέδασης], η διασκέδαση·
-
καλή διασκέδαση! ευχή
σε κάποιον ή σε κάποιους που πηγαίνουν να διασκεδάσουν.
διασκέδαση,
η, ουσ.
[<μτγν. διασκέδασης], η διασκέδαση·
-
καλή διασκέδαση! ευχή
σε κάποιον ή σε κάποιους που πηγαίνουν να διασκεδάσουν.