διαπασών,
η, ουσ.
[<αρχ. διαπασῶν (= ἡ διὰ πασῶν τῶν χορδῶν μουσική συμφωνία)], η διαπασών·
πολύ δυνατός τόνος φωνής ή οργάνου: «κάθε φορά που κάνει μπάνιο, τραγουδάει στη
διαπασών κι ακούγεται σ’ όλη την πολυκατοικία»·
- ανοίγει
στη διαπασών, βλ. φρ. βάζει στη διαπασών·
-
βάζει στη διαπασών, ανοίγει
τον ήχο του ραδιοκασετόφωνου, του ραδιόφωνου ή της τηλεόρασής του σε πολύ
δυνατό τόνο: «επειδή δεν ακούει καλά, βάζει στη διαπασών την τηλεόρασή του και
δε μας αφήνει να κοιμηθούμε»·
- έχει
στη διαπασών, βλ. φρ. βάζει στη διαπασών.