διαλύομαι,
ρ. [<διαλύω],
βρίσκομαι στα πρόθυρα της σωματικής ή ψυχικής κατάρρευσης από υπερβολική κούραση
ή στενοχώρια, καταρρέω σωματικά ή ψυχικά: «έκανα μόνος μου ολόκληρη μετακόμιση
και διαλύθηκα || διαλύθηκε ο φουκαράς απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του»·
- έχω διαλυθεί (ενν. από την
κούραση), έχω τέτοια κούραση, που δε νιώθω το κορμί μου: «έκανα τέτοιο
τρέξιμο σήμερα για να προλάβω τις δουλειές μου, που έχω διαλυθεί».