διαθήκη,
η, ουσ.
[<αρχ. διαθήκη <διατίθημι], η διαθήκη. 1. οι συμβουλές, η πείρα
ζωής που κληροδοτούν οι παλαιότεροι στη νέα γενιά: «ο πατέρας τους τους άφησε
διαθήκη να μη βλάπτουν ποτέ κανένα». 2. με την έννοια της συμφωνίας
απαντάται στο Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όπου εννοείται η συμφωνία
μεταξύ Θεού και ανθρώπων·
- γαμώ
τη διαθήκη μου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «όλα τα
κακά σε μένα συμβαίνουν, γαμώ τη διαθήκη μου». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το
γαμώ·
- θα
σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, λέγεται απειλητικά σε άτομο με την
έννοια πως θα το φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσής του, πως θα το εξαφανίσω
από προσώπου γης: «αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, θα σε κάνω
να υπογράψεις τη διαθήκη σου». Από το ότι διαθήκη συντάσσει κανείς, όταν
βρίσκεται σε κάποια κρίσιμη καμπή της ζωής του ή όταν πλησιάζει το τέλος του ·
- καλή
ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- υπογράφω
τη διαθήκη μου, α. λέγεται σε περίπτωση που με τις άστοχες ή
παράτολμες ενέργειές μου οδηγούμαι σε σίγουρη καταστροφή: «αν υπογράψω το
συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να υπογράφω τη διαθήκη μου». Από την
εικόνα του ανθρώπου που κατάλαβε πως θα πεθάνει και συντάσσει τη διαθήκη του. β.
είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «δε σου φταίει κανένας για την
κατάντια σου, γιατί μονάχος σου υπέγραψες τη διαθήκη σου». Συνών. υπογράφω
την καταδίκη μου.