διαθέσιμος,
-η, -ο, επίθ.
[<νεότ. διαθέσιμος]. διαθέσιμος·
- διαθέσιμος
χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- είμαι
διαθέσιμος, α. έχω ελεύθερο χρόνο για να κάνω κάτι, προσφέρομαι για
να κάνω κάτι: «όταν είμαι διαθέσιμος, μπορώ κι εξυπηρετώ διάφορους φίλους μου
|| είσαι διαθέσιμος να με βοηθήσεις;». β. δεν είμαι δεσμευμένος, δεν έχω
ερωτικό δεσμό: «μια κι είσαι διαθέσιμος, θα σε παρακαλέσω να συνοδεύσεις την
αδερφή μου στο χορό»·
- είναι
διαθέσιμη, (για γυναίκες) δεν είναι δεσμευμένη, δεν έχει ερωτικό δεσμό:
«μπορείς να της κάνεις πρόταση, αν σ’ αρέσει, γιατί απ’ ό,τι ξέρω είναι
διαθέσιμη».