διάθεση,
η, ουσ.
[<αρχ. διάθεσις <διατίθημι], η διάθεση· η προθυμία, η όρεξη για κάτι:
«σήμερα μου λείπει η διάθεση για οτιδήποτε». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- (δε)
γνωρίζω τις διαθέσεις του, α. (δε) γνωρίζω τι αισθήματα τρέφει για
μένα ή για κάποιον: «δείχνει να με συμπαθεί, αλλά δε γνωρίζω τις πραγματικές διαθέσεις
του». β. (δε) γνωρίζω τους σκοπούς του, τις προθέσεις του: «ήρθε
απρόσκλητος στη συγκέντρωση και δε γνωρίζω τις διαθέσεις του»·
- (δεν)
έχω διάθεση, α. (δε) βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, (δεν)
έχω όρεξη για κάτι: «σταμάτα τ’ αστεία, γιατί δεν έχω διάθεση». β. (δεν)
έχω όρεξη να φάω: «μη μου βάλεις άλλο φαγητό, γιατί δεν έχω διάθεση»·
- (δεν)
έχω διάθεση να… ή (δεν) έχω τη διάθεση να…, (δεν) έχω το σκοπό,
(δεν) έχω την πρόθεση, (δεν) προτίθεμαι να…: «σε παρακαλώ φύγε, γιατί δεν έχω
τη διάθεση ν’ ασχοληθώ άλλο μαζί σου || από δω και πέρα δεν έχω τη διάθεση να
βοηθήσω κανέναν»·
- (δεν)
ξέρω τις διαθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του·
-
είμαι στη διάθεση σου, μπορείς
να υπολογίζεις σε μένα, μπορείς να με χρησιμοποιήσεις όπως ή όπου νομίζεις: «να
ξέρεις πως, όποτε με χρειαστείς, είμαι στη διάθεση σου»·
- είναι
στη διάθεσή σου, (για πράγματα ή μηχανήματα) μπορώ να σου το δώσω για να το
χρησιμοποιήσεις όποτε και όπως θέλεις: «όποτε θελήσεις να πας διακοπές, το
σπίτι μου στη Χαλκιδική είναι στη διάθεσή σου || αν το χρειάζεσαι, το
αυτοκίνητό μου είναι στη διάθεσή σου»·
- έχει
άγρια διάθεση ή έχει άγριες διαθέσεις, έχει την πρόθεση, την όρεξη
να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «μην πας μαζί του στα
μπουζούκια, γιατί σήμερα έχει άγριες διαθέσεις»· βλ. και φρ. ήρθε μ’ άγρια
διάθεση·
- έχει
άσχημη διάθεση ή έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. φρ. έχει άγρια
διάθεση·
-
έχει κακή διάθεση ή
έχει κακές
διαθέσεις, βλ.
φρ. έχει άγρια διάθεση·
- έχω
αγαθή διάθεση ή έχω αγαθές διαθέσεις, βλ. φρ. έχω καλή διάθεση·
- έχω
καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, α. έχω σκοπό, έχω την
πρόθεση να φέρω σε αίσιο τέλος κάποια ερωτική μου σχέση: «κύριε τάδε, θέλω να
κουβεντιάσουμε για την κόρη σου, γιατί έχω καλές διαθέσεις». β.
βρίσκομαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση: «βλέπω πως έχει καλές διαθέσεις, γιατί
απ’ το πρωί χαμογελάει»·
- έχω
όλη την καλή διάθεση να…, πρόσκειμαι πολύ ευνοϊκά σε κάποιον ή σε κάποια
υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί κάποια λύση: «έχω όλη
την καλή διάθεση να σε βοηθήσω, αν είσαι σωστός στις υποχρεώσεις σου || έχω όλη
την καλή διάθεση να κουβεντιάσουμε την υπόθεσή σου για να βρούμε μια ικανοποιητική
λύση»·
- ήρθα
μ’ αγαθή διάθεση ή ήρθα μ’ αγαθές διαθέσεις, βλ. φρ. ήρθα με καλή
διάθεση·
- ήρθα
με καλή διάθεση ή ήρθα με καλές διαθέσεις, ήρθα με πρόθεση να
ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί:
«ήρθα με καλές διαθέσεις για να λύσουμε, επιτέλους, κάθε διαφορά μας»·
- ήρθε
μ’ άγρια διάθεση ή ήρθε μ’ άγριες διαθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να
κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «πες στον
τάδε να μην πάει στο καφενείο, γιατί ήρθε ο αδερφός της γκόμενάς του μ’ άγριες
διαθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια διάθεση·
-
ήρθε μ’ άσχημη διάθεση ή
ήρθε μ’ άσχημες
διαθέσεις, βλ.
φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
-
ήρθε με κακή διάθεση ή
ήρθε με κακές
διαθέσεις, βλ.
φρ. ήρθε μ’ άγρια διάθεση·
-
ήρθε με καλή διάθεση ή
ήρθε με καλές διαθέσεις, ήρθε με πρόθεση να ξεκαθαρίσει με πολιτισμένο,
με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «άφησε τα πείσματα κι άκουσέ
τον τι θέλει να σου πει, γιατί ήρθε με καλή διάθεση»·
- με
διάθεση να… ή με
τη διάθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα είπε, τα είπε με τη διάθεση να
σε στενοχωρήσει || έφυγε με τη διάθεση να σε προσβάλει».