διαζύγιο,
το, ουσ.
[<μσν. διαζύγιον <μτγν. διαζυγία], το διαζύγιο·
- βελούδινο
διαζύγιο, βλ. λ. βελούδινος·
- πήραν
διαζύγιο, α. (για παντρεμένα ζευγάρια) διέλυσαν το γάμο τους,
χώρισαν: «έπειτα από δέκα χρόνια έγγαμου βίου, πήραν διαζύγιο». (Λαϊκό
τραγούδι: έπρεπε να σε σκότωνα να ’κανα τα μυαλά σου πάρε το διαζύγιο και
τράβα στη δουλειά σου). β.τα άτομα για τα οποία γίνεται
λόγος, διέλυσαν τη συνεργασία τους, το συνεταιρισμό τους: «είχαν διαφορές στα
οικονομικά και μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας πήραν διαζύγιο». γ. τα
άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, διέλυσαν τη φιλία τους, την παρέα τους: «ήταν
χρόνια φίλοι και για μια γυναίκα πήραν διαζύγιο».