διαδήλωση,
η, ουσ. [<νεότ.
διαδήλωσις <διαδηλῶ], η διαδήλωση·
- είναι
σαν διαλυμένη διαδήλωση, α. βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική και
σωματική κατάσταση: «τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο και ήταν σαν διαλυμένη
διαδήλωση». Από την εικόνα του ατόμου που συμμετείχε σε κάποια διαδήλωση, που
διαλύθηκε βίαια. β. έχει πολύ λίγα μαλλιά σκόρπια στο κεφάλι του, είναι
σχεδόν φαλακρός: «θα τον αναγνωρίσεις αμέσως γιατί, αν και νέος, είναι σαν
διαλυμένη διαδήλωση». Από την εικόνα των διασκορπισμένων ατόμων, με τα οποία
παρομοιάζονται οι λιγοστές τρίχες που υπάρχουν στο κεφάλι·
-
κατεβαίνω σε διαδήλωση, παίρνω
μέρος, συμμετέχω σε διαδήλωση: «όλες οι σχολές του πανεπιστημίου κατέβηκαν σε
διαδήλωση για θέματα παιδείας».