διαβολοβδομάδα, η, ουσ. [<διάβολος + βδομάδα], (στη γλώσσα του στρατού) εβδομάδα που οι βατραχάνθρωποι κάνουν πάρα πολύ σκληρές ασκήσεις: «μόλις τέλειωσε η διαβολοβδομάδα, όλοι οι βατραχάνθρωποι ήταν πτώμα».
διαβολοβδομάδα, η, ουσ. [<διάβολος + βδομάδα], (στη γλώσσα του στρατού) εβδομάδα που οι βατραχάνθρωποι κάνουν πάρα πολύ σκληρές ασκήσεις: «μόλις τέλειωσε η διαβολοβδομάδα, όλοι οι βατραχάνθρωποι ήταν πτώμα».