διαβόλια
κ. διαόλια,
τα, ουσ. [πλ. του ουσ. διά(β)ολος], τα δαιμόνια, τα σατανικά στοιχεία, που
σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία εισχωρούν στον άνθρωπο και τον κάνουν άβουλο
όργανο του διαβόλου·
- διαβόλια,
τριβόλια, περιληπτική έννοια που χρησιμοποιούμε για να συμπεριλάβουμε στο
λόγο μας αντικείμενα, πράξεις, καταστάσεις (εκτός από αυτά που ήδη έχουμε
αναφέρει), τα οποία δεν κρίνουμε σκόπιμο ή απαραίτητο να τα κατονομάσουμε
λεπτομερώς: «έπρεπε να μαζέψω τραπέζια, καρέκλες, πολυθρόνες, διαβόλια,
τριβόλια»· βλ. και φρ. διαβόλοι τριβόλοι, λ. διάβολος·
- με
πιάνουν τα διαβόλια, εξοργίζομαι πάρα πολύ, γίνομαι έξαλλος: «όταν τον
πιάνουν τα διαβόλια, δεν τολμάει κανείς να του μιλήσει».