διαβατήριο,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. διαβατήριος <διαβαίνω], το διαβατήριο·
-
παίρνω το διαβατήριο, μου
επιτρέπεται, μου ανοίγεται ο δρόμος για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού μου:
«μετά τη συνταξιοδότηση του διευθυντή μας, πήρα το διαβατήριο για τη διεύθυνση
του εργοστασίου || μετά τη νίκη της Κυριακής η ομάδα μας πήρε το διαβατήριο για
τον τελικό του κυπέλλου»·
- πήρε
διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, είναι ετοιμοθάνατος ή πέθανε: «μόλις
κατάλαβε πως πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, φώναξε έναν συμβολαιογράφο,
για να τακτοποιήσει τα της διαθήκης του || ο τάδε που ζητάς δεν υπάρχει πια,
γιατί πριν ένα μήνα πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο»·
- της
δίνω το διαβατήριο, βλ. φρ. της δίνω το διαβατήριο στο χέρι·
- της
δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή
της δίνω το διαβατήριό της στο χέρι, τη διώχνω από κοντά μου, διακόπτω
τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της ή διαλύω το γάμο μου, τη διώχνω οριστικά:
«δεν μπορούσα ν’ ανεχτώ άλλο την γκρίνια της και της έδωσα το διαβατήριο στο
χέρι». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να μάθει ή να καταλάβει ή
να τελειώνουμε·
- του
δίνω το διαβατήριο, βλ. φρ. του δίνω το διαβατήριο στο χέρι·
- του
δίνω το διαβατήριο στο χέρι ή
του δίνω το διαβατήριό του στο χέρι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από
την επιχείρησή μου, τον απολύω οριστικά: «τον τελευταίο καιρό ήταν όλο κοπάνα
και του ’δωσα το διαβατήριο στο χέρι». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να
μάθει ή να καταλάβει ή να τελειώνουμε·
-
χάνω το διαβατήριο, κλείνει
ο δρόμος για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού μου: «μετά την ήττα της η ομάδα
μας έχασε το διαβατήριο για τον τελικό του κυπέλλου».