δημοσιότητα,
η, ουσ.
[<δημόσιος + κατάλ. -ότητα], η προβολή ατόμου ή η γνωστοποίηση γεγονότος στο
ευρύ κοινό από τον τύπο, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «μετά την επιτυχία του
τελευταίου του βιβλίου, απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα»·
-
δίνω (στη) δημοσιότητα, α.
γνωστοποιώ κάτι
στο ευρύ κοινό από τον τύπο, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: «η κυβέρνηση έδωσε
στη δημοσιότητα το νέο φορολογικό νομοσχέδιο». β. (για δημοσιεύματα ή
άλλα είδη γραπτού λόγου) δημοσιεύω, εκδίδω: «ο τάδε συγγραφέας έδωσε στη
δημοσιότητα το νέο του μυθιστόρημα»·
- είδε
το φως της δημοσιότητας, (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου) βλ. λ. φως·
- έχει
δημοσιότητα, (για πρόσωπα) είναι αποδεκτός, αγαπητός από το ευρύ κοινό: «ο
τάδε πολιτικός έχει μεγάλη δημοσιότητα»·
- παίρνω
δημοσιότητα, γίνομαι ευρύτερα γνωστός από τον τύπο, το ραδιόφωνο ή την
τηλεόραση, διαδίδομαι ευρέως: «ο χρηματισμός του τάδε υπουργού πήρε αμέσως
μεγάλη δημοσιότητα»·
- τα
φλας της δημοσιότητας, βλ. λ. φλας·
- φέρνω
στη δημοσιότητα, αποκαλύπτω στο ευρύ κοινό από τον τύπο, το ραδιόφωνο ή την
τηλεόραση κάτι, ιδίως που ήταν κρυφό ή που δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί: «ο τάδε
δημοσιογράφος, έφερε στη δημοσιότητα τις μυστικές συνεννοήσεις των δυο
κυβερνήσεων».