δημόσιος,
-α, -ο, επίθ.
[<αρχ. δημόσιος], ο δημόσιος. 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος:
«δημόσιες αρχές || δημόσιος υπάλληλος || δημόσια έργα». 2. που
χρησιμοποιείται από το κοινό: «δημόσια λουτρά || δημόσιες τουαλέτες». 3.
που απευθύνεται σε κόσμο, που γίνεται μπροστά σε κόσμο: «δημόσια θεάματα». 4.
το αρσ. ως ουσ. ο δημόσιος, φαρδύς δρόμος, ιδίως αυτοκινητόδρομος, η
δημοσιά: «αυτός ο χωματόδρομος σε βγάζει κατευθείαν στο δημόσιο». 5. το
θηλ. ως ουσ. η δημόσια, γυναίκα κοινή, η πόρνη: «απ’ τη μέρα που τα
’μπλεξε με κείνη τη δημόσια, έγινε ρεζίλι των σκυλιών». 6. το ουδ. ως
ουσ. το δημόσιο, το κράτος, οι κρατικές υπηρεσίες, που αποτελούν το
όνειρο των περισσότερων Ελλήνων να προσληφθούν ως υπάλληλοι. Διάχυτη είναι η
εντύπωση πως μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων που υπηρετούν στο δημόσιο είναι
ανάγωγοι, ανίκανοι, τεμπέληδες, λουφαδόροι και μικροαπατεώνες: «οι υπηρεσίες
του δημοσίου χωλαίνουν σοβαρά». 7. Επίρρ. δημόσια και δημοσίως
μπροστά σε κόσμο: «μίλησε δημόσια κατά της κυβέρνησης, χωρίς να φοβηθεί
κανέναν || τον ξέχεσε δημοσίως κι ο άλλος δεν τόλμησε ν’ αρθρώσει κουβέντα.
(Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άδεια
μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. λ. άδεια·
- γίνομαι
δημόσιο θέαμα, βλ. λ. θέαμα·
- δημόσια
θεάματα, βλ. λ. θέαμα·
- δημόσια
τάξη, βλ. λ. τάξη·
- δημόσιες
σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- δημόσιος
άντρας, βλ. λ. άντρας·
- δημόσιος
κορβανάς, βλ. λ. κορβανάς·
- είναι
δημόσιος κίνδυνος! βλ. λ. κίνδυνος·
- έξοδος
μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. λ. έξοδος·
- μπαίνω
στο δημόσιο, καταλαμβάνω μια θέση εργασίας σε υπηρεσία ή οργανισμό του
δημοσίου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στο δημόσιο, σώθηκε ο άνθρωπος»·
- τα
δημόσια πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τον
κάνω δημόσιο θέαμα, βλ. λ. θέαμα.