δημοσιογράφος,
ο, η, ουσ.
[<νεότ. δημοσιογράφος <δημόσιο- + γράφος], ο δημοσιογράφος·
-
αλήτες, ρουφιάνοι δημοσιογράφοι, υβριστικό
σύνθημα κατά των δημοσιογράφων, ιδίως των τηλεοπτικών συνεργείων, από
αναρχικούς ή άλλες περιθωριακές ομάδες, τη στιγμή που αυτοί απαθανατίζουν με το
φακό τους τα έκτροπα, τις βιαιότητες και τις καταστροφές που προκαλούν·
- ο
δημοσιογράφος, πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που
γράφει, από τη
γνώμη που έχει ο κόσμος πως πολλοί δημοσιογράφοι είναι διαπλεκόμενοι ή εξασκούν
το επάγγελμά τους με βρόμικο, με εκβιαστικό τρόπο.