δήμαρχος,
ο, η κ. θηλ. δημαρχίνα,
η, ουσ. [<αρχ. δήμαρχος <δῆμος + ἄρχω], ο δήμαρχος. Χάριν αστεϊσμού
το θηλ. και ως η δημαρχέσα, όπου το -χέσα παρετυμολογεί το ρ.
χέζω·
- από
δήμαρχος κλητήρας, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που καταστράφηκε οικονομικά
ή ξέπεσε κοινωνικά: «όσο ήταν μεγάλος και τρανός, όλοι τον έκαναν παρέα, αλλά,
απ’ τη μέρα που έγινε από δήμαρχος κλητήρας, όλοι τον αποφεύγουν». Συνών. από
καβάλα σ’ άλογο, κάθισε σε γαϊδούρι·
- ας
με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λένε δημαρχίνα κι
ας ψοφώ από την πείνα, βλ. συνηθέστ. ας με λένε βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω
απ’ την πείνα, λ. βοϊβοδίνα·
- πίνει
ο δήμαρχος, πίνει για κέφι, πίνει ο σκουπιδιάρης, είναι αλκοολικός, βλ. λ. πίνω·
- ο
(ακολουθεί όνομα ή επώνυμο) βγάζει δήμαρχο, το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, έχει κοινωνική ισχύ, δύναμη, έχει πολλές διασυνδέσεις, μεγάλο κύκλο
γνωριμιών: «είναι απ’ τους πιο γνωστούς παράγοντες της πόλης μας, γιατί, αν θες
να ξέρεις, ο Νίκος, βγάζει δήμαρχο»·
- τα
παράπονά σου στο δήμαρχο, βλ. λ. παράπονο.