δεχούμενα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. μτχ. του ρ. δέχομαι], οτιδήποτε γίνεται δεκτό, αποδεκτό, οτιδήποτε είναι
ευπρόσδεκτο: «ό,τι και να μου πεις είναι δεχούμενα»·
- και
τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, λέγεται με παρηγορητική και
θυμοσοφική διάθεση με σκοπό να ενθαρρύνει κάποιον που του έτυχε μια αναποδιά ή
ατυχία στη ζωή του, καθώς υπογραμμίζει ότι στη ζωή υπάρχουν και καλές και κακές
στιγμές και ότι, όπως είναι ευπρόσδεκτα τα καλά που μας έρχονται, έτσι θα
πρέπει να υπομένουμε και τις τυχόν αναποδιές. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το α, μην είσαι αχάριστος ή α, μην είσαι πλεονέκτης ή α, μην
τα θες κι όλα δικά σου ή α, μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας.