δεύτερος,
-η κ. -έρα,
-ο, τακτ. αριθμ.. [<αρχ. δεύτερος], δεύτερος. 1α. το αρσ. ως ουσ.
ο δεύτερος, αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, που είναι μετά τον
κυβερνήτη ή μετά τον πρώτο μηχανικό, ο υποπλοίαρχος: «όσο καιρό ήταν άρρωστος ο
κυβερνήτης, τη διοίκηση του καραβιού την είχε ο δεύτερος». β. ο δεύτερος
όροφος πολυκατοικίας: «μένω στον δεύτερο». 2α. το θηλ. ως ουσ. η
δεύτερη κ. δευτέρα, η δεύτερη από τις τέσσερις ή πέντε ταχύτητες του
αυτοκινήτου ή τις μοτοσικλέτας: «μετά τη στροφή έβαλε αμέσως τη δεύτερη, γιατί
υπήρχε μπροστά του μια ανηφόρα». β. η δεύτερη τάξη του δημοτικού και πιο
σπάνια του γυμνασίου: «α, είναι μικρός ακόμη ο γιος του και πηγαίνει στη
δευτέρα». 3α. το ουδ. ως ουσ. το δεύτερο, το δεύτερο πάτωμα, ο
δεύτερος όροφος πολυκατοικίας: «όλο το δεύτερο αυτής της πολυκατοικίας είναι
δικό μου». β. το δευτερόλεπτο: «ο σπρίντερ έκανε την απόσταση των εκατό
μέτρων σε δέκα δεύτερα και πέντε δέκατα του δευτερολέπτου». 4. το ουδ.
στον πλ. ως ουσ. τα δεύτερα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η εφηβική
ομάδα από την οποία αντλεί έμψυχο υλικό η κυρίως ομάδα: «ο καλύτερος παίχτης
της ομάδας μας ξεκίνησε απ’ τα δεύτερα». (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- από
δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- δε
θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε
θέλω δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δε
σηκώνω δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν
έχει να βάλει δεύτερο βρακί ή δεν έχει να φορέσει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν
έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι ή δεν έχει να φορέσει δεύτερο παντελόνι,
βλ. λ. παντελόνι·
- δεν
υπάρχει δεύτερος, α. είναι εξαιρετικού ήθους και χαρακτήρα, δεν
υπάρχει άλλος όμοιος με αυτόν: «είναι τόσο καλός άνθρωπος, που δεν υπάρχει
δεύτερος». β. είναι ασυναγώνιστος, ιδίως σε ένα επάγγελμα ή σε μια
τέχνη, δεν υπάρχει άλλος άξιος σαν αυτός: «ο τάδε είναι τόσο καλός μηχανικός,
που δεν υπάρχει δεύτερος || δεν υπάρχει δεύτερος γιατρός σαν τον τάδε»·
- δεύτερη
θέση, (για μέσα συγκοινωνίας) βλ. λ. θέση·
- δεύτερη
κατοικία, βλ. λ. κατοικία·
- δεύτερη
πατρίδα, βλ. λ. πατρίδα·
- δεύτερη
φωνή, βλ. λ. φωνή·
- δεύτερης
διαλογής, βλ. λ. διαλογή·
- δεύτερο
νούμερο, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. λ. νούμερο·
- δεύτερο
πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- δεύτερο
πράμα, βλ. λ. πράμα·
- δεύτερο
φύλο, βλ. λ. φύλο·
- δεύτερο
χέρι, βλ. λ. χέρι·
- δεύτερος
γύρος, βλ. λ. γύρος·
- δεύτερος
πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- δεύτερος
ρόλος, βλ. λ. ρόλος·
- έγινε
δεύτερη φύση του, βλ. λ. φύση·
- έγινε
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- είναι
δεύτερη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι
δεύτερος, α. αξιολογικά είναι κατώτερος από έναν άλλον: «το ξέρει
πως, αν τον συγκρίνεις με τον τάδε μηχανικό, είναι δεύτερος». β. δεν
είναι εντάξει, δεν είναι καθώς πρέπει: «μ’ αυτά που είπε για μένα, έδειξε πως
είναι δεύτερος». Συνών. είναι βήτα·
- είναι
δεύτερος (ακολουθεί όνομα), έχει ακριβώς τις ίδιες ιδιότητες ή ικανότητες
με το άτομο το οποίο αναφέρεται: «ο τάδε ποδοσφαιριστής είναι δεύτερος Δομάζος
|| η τάδε ηθοποιός είναι δεύτερη Βουγιουκλάκη || ο τάδε καρδιολόγος είναι
δεύτερος Γιακούμπ»·
- είναι
και πολύ δεύτερος, επιτείνει την παραπάνω φράση. Συνών. είναι και πολύ
βήτα·
- έρχομαι
δεύτερος, α. κατατάσσομαι δεύτερος σε μια αναμέτρηση: «τρέξαμε δέκα
άτομα κι ήρθα δεύτερος». Εδώ χάριν αστεϊσμού ακούγεται και το εξής: τρέξαμε
κι ήρθα δεύτερος. -Μπράβο! Και πόσοι τρέχατε; -Δύο. β. είμαι
κατώτερος από έναν άλλον: «το ξέρω πως, αν με συγκρίνεις μ’ αυτόν, έρχομαι
δεύτερος». Συνών. έρχομαι βήτα ·
- έρχομαι
δεύτερος και καταϊδρωμένος, βλ. λ. καταϊδρωμένος·
- έχω
σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- ζητώ
(και) δεύτερο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- θα
γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- θα
’χει και δεύτερο ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- θέλει
δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) βλ. λ. χέρι·
- κάλλιο
πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο χωριό
παρά δεύτερος στην πόλη, βλ. λ. χωριό·
- κάνει
δεύτερη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- μ’
ένα δεύτερο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- με
μια δεύτερη ματιά, βλ. λ. ματιά·
- μετά
από δεύτερη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- μην
πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ κουβέντα·
- μην
πεις δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μια
δεύτερη γνώμη, βλ. λ. γνώμη·
- ο
δεύτερος εαυτός μου ή ο δεύτερός μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- περνώ
δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πρώτη
βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, βλ. λ. Θεός·
- της
περνώ δεύτερο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τι
πρώτος, τι δεύτερος, βλ. λ. πρώτος·
- το
δεύτερο εγώ μου ή το δεύτερό μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- τον
βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον
έχω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
-
ύστερα από δεύτερη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- φτάνω
δεύτερος, βλ. φρ. έρχομαι δεύτερος·
-
φτάνω δεύτερος και καταϊδρωμένος, βλ. λ. καταϊδρωμένος·
- χωρίς
δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς
δεύτερη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- χωρίς δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος.