Δευτέρα,
η, ουσ. [θηλ.
του αρχ. επιθ. δεύτερος], η Δευτέρα, η πρώτη μέρα της εργάσιμης εβδομάδας, αλλά
η δεύτερη μέρα μετά την Κυριακή, που θεωρείται πρώτη. (Λαϊκό τραγούδι: το
Σαββατοκύριακο ω! ω! ω! το Σαββατοκύριακο κουτσά στραβά περνά, τη Δευτέρα μάστορα
μπατίρηδες ξανά)·
- αν
δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο, βλ. λ. δουλειά·
- από
Δευτέρα ή από Δευτέρας, έκφραση με την οποία αναβάλλουμε κάτι που
πρέπει να κάνουμε, ή μεταθέτουμε κάποια δέσμευσή μας για την επόμενη Δευτέρα,
ενώ πολλές φορές, έχει την έννοια επ’ αόριστον: «πότε θα μου δώσεις τα λεφτά
που μου χρωστάς; -Από Δευτέρας || εσύ δεν είπες πως θα κόψεις το τσιγάρο; -Το
’πα, αλλά από Δευτέρα». Συνών. από βδομάδα·
- Καθαρή
(Καθαρά) Δευτέρα, η πρώτη μέρα νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής, που ο
κόσμος τη γιορτάζει και στο ύπαιθρο με φαγοπότι, χορό και το πατροπαράδοτο
πέταγμα του χαρταετού: «την Καθαρή Δευτέρα, περάσαμε πάρα πολύ όμορφα με την
παρέα μου στην εξοχή»·
- κάνω
Καθαρή (Καθαρά) Δευτέρα, πηγαίνω κάπου για να γιορτάσω την Καθαρή Δευτέρα,
γιορτάζω την Καθαρή Δευτέρα: «φέτος, όπως και κάθε χρόνο, έκανα Καθαρή Δευτέρα
με την οικογένειά μου στο Σέιχ-Σου»·
- μ’
έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί στις
υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μου υποσχέθηκε πως θα έρθει να συζητήσουμε
το πρόβλημα, αλλά μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα». Συνών. μ’ έχει από
βδομάδα σε βδομάδα·
- με
πάει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα·
- με
ρίχνει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από Δευτέρα σε
Δευτέρα·
- της
Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, βλ. λ. Κυριακή·
- τις
Δευτέρες, κάθε Δευτέρα, όλες τις Δευτέρες: «τις Δευτέρες, που ’ναι κλειστά
τ’ απόγευμα και δεν έχω δουλειά, ασχολούμαι αποκλειστικά με το διάβασμα
λογοτεχνικών βιβλίων»·
- το
πάει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ.
φρ. μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα·
- το
ρίχνει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ.
συνηθέστ. μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα.