δέον,
το, ουσ. [μτχ.
ουδ. του αρχ. απρόσ. δεῖ (= πρέπει)]. 1. αυτό που είναι σωστό να γίνει, το
ενδεδειγμένο: «αφού είναι ξένοι στην πόλη μας, το δέον είναι να τους
περιποιηθούμε για να μη νιώσουν άσχημα». 2α. στον πλ. τα δέοντα, τα
επιβαλλόμενα από τις υπάρχουσες συνθήκες ή από τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς:
«περιμένουμε το βράδυ μουσαφιραίους κι η γυναίκα μου έχει ετοιμάσει τα δέοντα».
Συνών. πρέπον. β. τα χαιρετίσματα: «τα δέοντα στους γονείς σου»·
- κάνω
το δέον, βλ. φρ. κάνω τα δέοντα·
- κάνω τα δέοντα, ενεργώ,
συμπεριφέρομαι όπως ταιριάζει στην περίπτωση, κάνω τα πρέποντα: «θα ’ρθει ο
κουμπάρος μου το βράδυ στο σπίτι και πρέπει να κάνω τα δέοντα»·
- πέρα
από το δέον ή πέραν του δέοντος, α. περισσότερο από αυτό που
έπρεπε να γίνει, περισσότερο από το σωστό, από το ορθό: «ήρθαν να μας
επισκεφθούν στο σπίτι και τους περιποιηθήκαμε πέραν του δέοντος». β. σε
σημείο που δεν είναι ανεκτός, που ενοχλεί, που δεν είναι υποφερτός: «είναι πέραν
του δέοντος τσιγκούνης || είναι πέραν του δέοντος σκληρός».