δεξιός,
-ά, -ό κ. δεξής,
-ιά, -ί, επίθ. [<αρχ. δεξιός], δεξιός. 1. που πιστεύει στην
πολιτική θεωρία του δημοκρατικού συντηρητικού χώρου: «όλοι οι δεξιοί βουλευτές
καταψήφισαν το νομοσχέδιο». 2α. ως ουσ. αυτός που χρησιμοποιεί το δεξί
του χέρι ή, αν είναι ποδοσφαιριστής, το δεξί του πόδι, περισσότερο από το
αριστερό: «ο γραφολόγος υποστηρίζει πως, αυτός που έγραψε το σημείωμα, ήταν
δεξιός (δεξιόχειρας) || οι πιο πολλοί παίχτες που παίζουν στις ελληνικές
ποδοσφαιρικές ομάδες είναι δεξιοί». β. ο ψάλτης που ψέλνει στο δεξιό
αναλόγιο της εκκλησίας: «κάθε Κυριακή ψέλνει στην τάδε εκκλησία, όπου είναι
δεξιός (ενν. ψάλτης). 3α. το θηλ. ως ουσ. η δεξιά, το δεξί χέρι
και, κατ’ επέκταση, το χτύπημα που δίνεται σε κάποιον με το δεξί χέρι (γροθιά,
μπάτσα, σφαλιάρα κ.λπ): «του ’δωσα μια δεξιά κι είδε τον ουρανό με τ’ άστρα».
Σπάνια αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο καταφέρεται το χτύπημα, αλλά σχεδόν
πάντα αυτό δείχνεται με χειρονομία. Π.χ.: αν το χτύπημα δόθηκε με τη γροθιά,
τότε το χέρι κινείται προς τα μπροστά με τη γροθιά σφιγμένη, αν δόθηκε μπάτσα,
τότε το χέρι κινείται μπροστά με την παλάμη ανοιγμένη ή από πάνω προς τα κάτω
κ.λπ. Η χειρονομία γίνεται παράλληλα με την εκφορά του λόγου. β. η
πολιτική παράταξη που ανήκει στο δημοκρατικό συντηρητικό χώρο: «η δεξιά κυβέρνησε
για μεγάλο διάστημα τον τόπο». 4. το ουδ. ως ουσ. το δεξί, (ενν.
χέρι ή πόδι): «του ’δωσα μια με το δεξί μου και τον ξάπλωσα κάτω». (Λαϊκό
τραγούδι: έλα πιάσε με απ’ τον ώμο κι όπα πρώτα το δεξί κι αν μου
κουραστείς στο δρόμο θα σε βάλω σε ταξί). Επίρρ. δεξιά, α. (για
κίνηση) με δεξιά κατεύθυνση: «στρίψε δεξιά στο πρώτο στενό που θα βρεις και
μετά όλο ευθεία». β. (για στάση) στο δεξί σου χέρι: «μόλις περάσεις το
περίπτερο, ακριβώς στο δεξιά σου είναι το σπίτι που ψάχνεις». γ. σύμφωνα
με τις θέσεις της πολιτικής παράταξης που ανήκει στο δημοκρατικό συντηρητικό
χώρο: «τον τελευταίο καιρό κινείται στα δεξιά». (Ακολουθούν 25 φρ.)·
- γράφει
με το δεξί (ενν. χέρι), είναι δεξιόχειρας: «οι πιο πολλοί γράφουν με το
δεξί»·
- δε
γνωρίζει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, α. ενεργεί με μεγάλη
μυστικότητα: «αυτός να σου πει τι κάνει; Αυτός, αγόρι μου, δε γνωρίζει η δεξιά
του τι ποιεί η αριστερά του». β. είναι εντελώς αποδιοργανωμένος, δεν
ξέρει τι του γίνεται: «πώς να πάει μπροστά στη δουλειά του, αφού δε γνωρίζει η
δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του». Η δεξιά του και η αριστερά του,
ενν. χειρ (= χέρι )·
- δεν
ξέρει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, βλ. φρ. δε γνωρίζει η δεξιά
του τι ποιεί η αριστερά του·
- είναι
το δεξί μου χέρι, είναι έμπιστός μου, είναι πολύτιμος συνεργάτης μου: «από
δω να σου γνωρίσω το διευθυντή του εργοστασίου μου, που είναι το δεξί μου χέρι»·
- η
δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, βλ. λ. δουλειά·
- η
δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, βλ. λ. δουλειά·
- κλίνατ’
επί δεξιά! βλ. λ. κλίνω·
- με
το δεξί (ενν. πόδι), προτροπή του οικοδεσπότη στον πρώτο επισκέπτη τη μέρα
της Πρωτοχρονιάς να μπει μέσα περνώντας το κατώφλι με το δεξί του πόδι, γιατί
επικρατεί η αντίληψη πως αυτό είναι γούρικο και όλη η χρονιά θα πάει καλά για
το σπιτικό του. Από το ότι το δεξί συμβολίζει την καλή, την ευνοϊκή έκβαση των
πραγμάτων. Την ίδια προτροπή κάνει και ο ιδιοκτήτης νεοσύστατου καταστήματος
στον πρώτο του πελάτη, για να πάνε καλά οι δουλειές του. Συνήθως, σε αυτές τις
περιπτώσεις, ο οικοδεσπότης ή ο καταστηματάρχης προσκαλεί ως πρώτο επισκέπτη ή
πελάτη κάποιον από το περιβάλλον του, που τον θεωρεί τυχερό· όμως δεν είναι
λίγες οι φορές που ο προσκεκλημένος αρνείται αυτή την τιμή, φοβούμενος τυχόν
κακή πορεία των πραγμάτων, για την οποία κινδυνεύει να θεωρηθεί υπεύθυνος ο
ίδιος. Αν και το έθιμο αυτό επικρατούσε παλιότερα, δεν είναι σήμερα λίγοι
εκείνοι οι καταστηματάρχες, που κάθε πρωί, όταν ανοίγουν το μαγαζί τους,
θεωρούν γούρι, όταν μπει μέσα ο πρώτος πελάτης της ημέρας πατώντας με το δεξιό
του πόδι. (Λαϊκό τραγούδι: ταξί ταξί ταξί ταξί, μπες με το πόδι το δεξί
και σαν πασάς ξαπλώσου και σαν πασάς ξαπλώσου)· βλ. και λ. ποδαρικό,
χερικό·
- μέχρι
να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του (ενν. πόδι), περπατάει πάρα
πολύ αργά, είναι εξαιρετικά βραδυκίνητος, εργάζεται με εξαιρετικά μεγάλες
καθυστερήσεις. Συνών. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο /
μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο·
- μόνο
δεξιά! βλ. φρ. πάντα δεξιά(!)·
- μου
πάνε όλα δεξιά ή
όλα δεξιά μου πάνε, βλ. φρ. μου ’ρχονται όλα δεξιά·
- μου
’ρχονται δεξιά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- μου
’ρχονται όλα δεξιά ή όλα δεξιά μου ’ρχονται, (γενικά) τα πράγματα
στη δουλειά, στη ζωή μου, μου έρχονται ευνοϊκά: «είμαι πολύ ευχαριστημένος,
γιατί τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται όλα δεξιά»·
- ο
Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να στα φέρνει δεξιά ή ο Θεός να
τα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρνει δεξιά, βλ. λ. Θεός·
- ο
λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει (η) δεξιά, βλ. λ. λαός·
- όλα
μου πάνε δεξιά ή όλα πάνε δεξιά, (γενικά) τα πράγματα στη δουλειά
μου, στη ζωή μου, εξελίσσονται ευνοϊκά: «δεν έχω να στενοχωριέμαι για τίποτα,
γιατί όλα μου πάνε δεξιά»·
- όλα
μου ’ρχονται δεξιά, βλ. φρ. μου ’ρχονται όλα δεξιά·
- όλο
δεξιά! βλ. φρ. πάντα δεξιά(!)·
- πάντα
δεξιά! ευχή σε κάποιον, που μας λέει πως του έρχονται ευνοϊκά τα πράγματα
στη ζωή του, να συνεχίσουν να του έρχονται ευνοϊκά·
- στο
δεξί μου (σου, του, της κ.λπ), βλ.
φρ. στο δεξί μου
(σου, του, της κ.λπ) χέρι·
- στο
δεξί μου (σου, του, της κ.λπ) χέρι, δεξιά
μου (σου, του, της κ.λπ), δεξιά: «λίγο παρακάτω θα συναντήσεις στο δεξί σου
χέρι ένα περίπτερο, που έχει όλες τις μάρκες των τσιγάρων»·
- τα
σκορπώ δεξιά κι αριστερά (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω άσκοπα, τα
κατασπαταλώ: «όταν τα είχε, τα σκορπούσε δεξιά κι αριστερά και τώρα δεν έχει να
φάει»·
- το
δέντρο απ’ τον καρπό γνωρίζεται, οι
άξιοι άνθρωποι ξεχωρίζουν από τα έργα τους: «αν αξίζεις, δε θα χαθείς μέσ’ στην
ανωνυμία, γιατί το δέντρο απ’ τον καρπό γνωρίζεται»·
- τον
έχω δεξί μου χέρι, βλ.
φρ. είναι το δεξί μου χέρι.
- τρέχω
δεξιά αριστερά, τρέχω προς όλες τις κατευθύνσεις, ιδίως επιδιώκοντας να
πετύχω κάτι: «απ’ το πρωί τρέχω δεξιά αριστερά για να βρω λεφτά, να καλύψω μια
επιταγή μου».