δεντράκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. δέντρο], το δεντράκι· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) δενδρύλλιο
ινδικής κάνναβης: «η αστυνομία ανακάλυψε πεντακόσια δεντράκια και τα ξεπάτωσε
όλα». Συνών. ριζούλα·
- από
πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι, λέγεται στις περιπτώσεις που τα παιδιά αποκτούν τα
προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «μπέκρας ο μπαμπάς του, μπέκρας
βγήκε ο γιος. -Από πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει,
λ. μήλο·
-
κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του, ακόμα
και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την
προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «έχω μάθει να
μην απορρίπτω εύκολα άνθρωπο, γιατί κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του». Συνών. κάθε
τρίχα με τον ίσκιο της / και το μυρμήγκι έχει το βάρος του.