δελφίνι,
το, ουσ.
[<μσν. δελφίνιον <αρχ. ὁ δελφίν], το δελφίνι· ταχύτατο θαλάσσιο σκάφος, που
χρησιμοποιείται στις θαλάσσιες συγκοινωνίες: «κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού
τα δελφίνια μεταφέρουν τους τουρίστες από την ηπειρωτική Ελλάδα στα νησιά του
Αιγαίου». Υποκορ. δελφινάκι, το·
- είναι
δελφίνι, βλ. φρ. κολυμπάει σαν δελφίνι·
- κολυμπάει
σαν δελφίνι ή κολυμπάει σαν το δελφίνι, είναι δεινός κολυμβητής: «στη
θάλασσα είναι άπιαστος, γιατί κολυμπάει σαν δελφίνι || εγώ δεν ξέρω μπάνιο,
αλλά η αδερφή μου κολυμπάει σαν το δελφίνι».