δεκατριάρι,
το, ουσ.
[<δέκα + τριάρι], η ανώτατη πετυχημένη και πιο κερδοφόρα πρόβλεψη στο δελτίο
του προπό·
- βγάζω
δεκατριάρι, βλ. φρ. πιάνω δεκατριάρι·
- πιάνω
δεκατριάρι, πετυχαίνω σωστά τα αποτελέσματα και των δεκατριών αγώνων στο
δελτίο του προπό και παίρνω τα κέρδη του τυχερού παιχνιδιού: «ο τάδε έπιασε
δεκατριάρι και κέρδισε ένα σεβαστό ποσό».