δεκανίκι,
το, ουσ.
[<μσν. δεκανίκιν <δεκανός <λατιν. decanus (= δεσμοφύλακας) + κατάλ.
-ίκι, αρχικά τα ραβδιά των δεκάνων (= δεσμοφυλάκων], το δεκανίκι· η βοήθεια, η
υποστήριξη: «ας μην είχε δεκανίκι τη μάνα του και σου ’λεγα αν θα τα ’βγαζε
πέρα». (Τραγούδι: αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι, πώς λογαριάζει
να βρει την άκρη δηλαδή, θ’ αποκριθεί: «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, και ξέρω απ’
έξω τη διαδρομή»).Συνών. πατερίτσα·
- μακριά
απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. κώλος·
- με
το δεκανίκι ή με τα δεκανίκια, δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση
κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, όταν
έχουμε οικονομικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Συνών. με την πατερίτσα, με τις πατερίτσες·
- σε
ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ.
φρ. χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, λ. ξυλιά.