δαχτυλάκι
κ. δακτυλάκι
το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. δάχτυλο], το μικρό δάχτυλο των χεριών ή των
ποδιών: «κάποιος με πάτησε στο λεωφορείο και μου πονάει το δαχτυλάκι μου».
(Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βάζω
το δαχτυλάκι μου ή βάζω κι εγώ το δαχτυλάκι μου, α. επεμβαίνω
κρυφά, βοηθώ, ιδίως μεροληπτικά, κάποιον: «δε θα ’παιρνε τη δουλειά, αν δεν
έβαζες το δαχτυλάκι σου». β. είμαι συνυπεύθυνος, ιδίως για κάτι κακό:
«εδώ που τα λέμε, αν δεν έβαζες κι εσύ το δαχτυλάκι σου, δε θα χρεοκοπούσε ο
άνθρωπος»·
- βάλε
μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βάλε μου τόσο όσο είναι και το πάχος ενός
δάχτυλου και, κατ’ επέκταση, βάλε μου μια ελάχιστη ποσότητα: «βάλε μου κι εμένα
ένα δαχτυλάκι απ’ αυτό το ουίσκι || θέλεις να σου βάλω απ’ αυτό το ουίσκι; -Ένα
δαχτυλάκι». Εδώ συνήθως, χάριν αστεϊσμού, παίζεται το εξής θέατρο από εκείνον
που του ζητούν να σερβίρει: θέλεις ένα δαχτυλάκι, πώς; Έτσι; και δείχνει
το δάχτυλό του σε οριζόντια θέση ή έτσι; και δείχνει το δάχτυλό του
κάθετα·
- δεν
κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου ή δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι,
δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή την παραμικρή
ενέργεια για να βοηθήσω κάποιον ή για να αποτρέψω κάτι: «πώς θέλεις να
προκόψεις, απ’ τη στιγμή που δεν κουνάς ούτε το δαχτυλάκι σου! || εδώ εγώ
πνίγομαι απ’ τη δουλειά κι αυτός δεν κουνάει ούτε το μικρό του το δαχτυλάκι να
με βοηθήσει || ενώ μπορούσε ν’ αποτρέψει το μάλωμα, δεν κούνησε ούτε το μικρό
του το δαχτυλάκι». Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου·
- δεν
τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του
το δαχτυλάκι, δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί, γενικά, είναι κατά
πολύ ανώτερός σου: «όσο και να καυχιέσαι, δεν τον φτάνεις ούτε στο δαχτυλάκι
του». Συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου. Συνών. δεν τον φτάνεις
ούτε στο νυχάκι του ή δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι·
- ένα
δαχτυλάκι, ελάχιστη ποσότητα, ιδίως ποτού: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το
ποτό, αλλά ένα δαχτυλάκι μου το επιτρέπει»·
- έτσι
να κάνω το δαχτυλάκι μου, α. με την παραμικρή μου προσπάθεια: «έτσι
να κάνω το δαχτυλάκι μου, μπορώ να τον βάλω αμέσως σε μια θέση στο δημόσιο». β.
με την παραμικρή μου θέληση: «έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, θα ’ρθει και θα
πέσει στα πόδια μου || έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, έχω ό,τι θελήσω».
Συνοδεύεται από ελαφρό κούνημα του μικρού δάχτυλου· βλ. και φρ. έτσι να κάνω
το δάχτυλό μου, λ. δάχτυλο·
- κρύβομαι
πίσω απ’ το δαχτυλάκι μου, βλ. συνηθέστ. κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό
μου, λ. δάχτυλο·
- με
το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, με μεγάλη ευχέρεια: «εσύ μπορείς να νικήσεις
τον τάδε; -Με το μικρό μου δαχτυλάκι»·
- το
κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, φέρω σε πέρας με μεγάλη ευχέρεια αυτό
που μου αναθέτουν: «αυτό που μου λες, το κάνω με το μικρό μου δαχτυλάκι».
Πολλές φορές, συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- το
καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. το κάνω με το
μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- το
μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ.
φρ. το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον
βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το
μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον
κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, τον καταβάλλω, τον νικώ με μεγάλη ευχέρεια: «αυτόν
που μου δείχνεις τον κάνω καλά με το μικρό μου δαχτυλάκι». Πολλές φορές,
συνοδεύεται από επίδειξη του μικρού δάχτυλου·
- τον
καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. συνηθέστ. τον κάνω καλά με
το μικρό μου (το) δαχτυλάκι·
- τον
παλεύω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. φρ. τον κάνω καλά με το μικρό μου (το)
δαχτυλάκι·
-
φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του ή
φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, είναι τόσο ισχυρός ή τόσο
αγαπητός, που, και η παραμικρή επιθυμία που εκδηλώνει, γίνεται αμέσως από τους
άλλους πράξη: «τον αγαπούν τόσο πολύ, που, ό,τι και να θελήσει, γίνεται αμέσως,
φτάνει να κουνήσει το δαχτυλάκι του».