δάσος,
το, ουσ.
[<αρχ. δάσος <επίθ. δασύς], το δάσος·
- βλέπει
το δέντρο και χάνει το δάσος ή για το δέντρο χάνει το δάσος, βλ. λ. δέντρο·
- τα
μεγάλα δάση μένουν βουβά, αυτός
που έχει επίγνωση της ανωτερότητάς του, των γνώσεών του, της σοφίας του, δε
μιλάει για τον εαυτό του, δεν αυτοπροβάλλεται: «είναι ένας πάνσοφος άνθρωπος και
αν δε ζητήσουμε τη γνώμη του, σιωπά, γιατί τα μεγάλα δάση μένουν βουβά». Συνών.
το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει.