δάσκαλος,
ο, θηλ. δασκάλα,
η (βλ. λ.), ουσ. [<αρχ. διδάσκαλος <διδάσκω], ο δάσκαλος. 1.
(στη γλώσσα της αργκό) ηλικιωμένος παράνομος με μεγάλη πείρα στην πιάτσα, που
συμβουλεύει τους νεώτερους και που ο λόγος του τις πιο πολλές φορές επέχει θέση
νόμου, αφού, εκτός από τις συμβουλές που δίνει, εκτελεί άτυπα και χρέη δικαστή
στις διαφορές των νεότερων παρανόμων: «κάθε φορά που δημιουργείται κάποιο
πρόβλημα, τρέχουν στο δάσκαλο να τους λύσει τη διαφορά». 2. (στη γλώσσα
της αργκό) ο κατά τόπους αστυνομικός υπεύθυνος, ο αστυνόμος: «μόλις είδαν από
μακριά να ’ρχεται ο δάσκαλος, έκατσαν όλοι στ’ αβγά τους». 3α. ως
επιφών. δάσκαλε! τιμητική προσφώνηση σε φτασμένο πνευματικό άνθρωπο ή
καλλιτέχνη: «καλημέρα σας, δάσκαλε!». β. φιλική προσφώνηση σε άτομο
ανεξαρτήτου επαγγέλματος ή ιδιότητας: «να σε ξαναδούμε, δάσκαλε, απ’ τα μέρη
μας!». Συνών. μάστορα! (3α, β). 4α. τιμητική προσφώνηση σε οικείο
άτομο ή σε άτομο που αναγνωρίζουμε την αξία του, που αναγνωρίζουμε την
ανωτερότητά του και του δίνουμε το προβάδισμα: «περάστε, δάσκαλε, καθίστε!».
β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι θα γίνει με σένα, ρε
δάσκαλε, πάλι κοπάνα απ’ τη δουλειά σου έκανες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / αφεντικό!
(3α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α,
β) / μεγάλε! (9α, β) / ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 5.
αυτός που διδάσκει, που συμβουλεύει, που καθοδηγεί κάποιον: «ποιος είναι ο
δάσκαλός σου στη ζωγραφική; || για να συμπεριφερθείς με τον τρόπο που
συμπεριφέρθηκες, πάει να πει πως δεν είχες καλό δάσκαλο». (Λαϊκό τραγούδι: σε
γελάσαμε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου).
6. τεχνίτης, επαγγελματίας ή πνευματικός άνθρωπος, που κατέχει πάρα πολύ
καλά τη δουλειά του, το επάγγελμά του ή την τέχνη του, η αυθεντία, ο μετρ:
«όταν παρουσιάζει κάποια βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε, που
είναι δάσκαλος στ’ αυτοκίνητα || είναι δάσκαλος στις συναλλαγές || είναι
δάσκαλος στη δουλειά του || ο Σεφέρης υπήρξε δάσκαλος στην ποίηση». (Λαϊκό
τραγούδι: όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι,
θα βγαίνουν μαθητάδες). Συνών. μάστορας (4). 7. αυτός που
είναι έμπειρος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης με ό,τι καταπιάνεται: «είναι δάσκαλος
στη διπλωματία || είναι δάσκαλος να κατακτά τις γυναίκες». Συνών. καλλιτέχνης
(1) / μάστορας (6). 8. αυτός που ξέρει να κάνει κάτι καλά ή να
παίζει πολύ καλά κάποιο παιχνίδι: «είναι δάσκαλος στο κλέψιμο || είναι δάσκαλος
στα χαρτιά || είναι δάσκαλος στο τάβλι || είναι δάσκαλος στην τρίπλα». Συνών. καλλιτέχνης
(2) / μάστορας (7). Υποκορ. δασκαλάκος, ο κ. δασκαλάκι, το, θηλ.
δασκαλίτσα, η·
- απ’
τ’ αφτί και στο δάσκαλο, βλ. λ. αφτί·
- βρίσκω
το δάσκαλό μου, αντιμετωπίζω κάποιον που αποδεικνύεται ανώτερος, αξιότερος
ή δυνατότερος από μένα, χάνω τα πρωτεία, νικιέμαι: «μην κοκορεύεσαι, γιατί
μπορεί κι εσύ μια μέρα να βρεις το δάσκαλό σου». Από την εικόνα των μαθητών
που, όταν συναντούν το δάσκαλό τους, συμπεριφέρονται με σεμνότητα, ή από την
εικόνα των παρανόμων, που, όταν συναντούν τον αστυνομικό, διακόπτουν από φόβο
κάθε παράνομη δραστηριότητά τους. Συνών. βρίσκω το μάστορά μου ή βρίσκω
το μάστορή μου·
- δάσκαλε
που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις ή δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις,
λέγεται ειρωνικά σε άτομο που δεν τηρεί το ίδιο αυτά που συμβουλεύει στους άλλους.
(Λαϊκό τραγούδι: δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν κρατούσες,
εμένανε συμβούλευες κι εσύ παραστρατούσες)·
- δάσκαλος
από δώδεκα καρέκλες ή δάσκαλος από δώδεκα σκαμνιά, το άτομο για το
οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ μορφωμένο: «ότι απορία κι αν έχουμε, τη λύνει ο
τάδε, γιατί είναι δάσκαλος από δώδεκα καρέκλες»·
- κάνει
το δάσκαλο, συμβουλεύει κάποιον, χωρίς να έχει αυτό το δικαίωμα ή χωρίς να
τηρεί αυτά που συμβουλεύει: «του αρέσει, χωρίς να του ζητάνε τη γνώμη του, να
πετάγεται και να κάνει το δάσκαλο || είναι εύκολο να κάνει το δάσκαλο, αλλά
άλλα λέει κι άλλα κάνει»·
- μ’
όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, λέγεται επιτιμητικά για
εκείνους που έχουν κακές συναναστροφές και συμπεριφέρονται ανάλογα: «πώς να μην
πας φυλακή με τις παλιοπαρέες που είχες, αφού, μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις,
τέτοια γράμματα θα μάθεις». Συνών. κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του
/ με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίσεις·
- ο
θυμός είναι κακός δάσκαλος, βλ. λ. θυμός·
- ουδείς
μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, βλ. λ. γιατρός.