Δανιμαρκία,
η, ουσ. [<Danmark <αρχ. σκανδιν. Danmork], η Δανία·
-
κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, έκφραση που δηλώνει πως σε κάποια
υπόθεση ή κατάσταση υπάρχει κάτι το νοσηρό, κάτι το αρρωστημένο: «για να
παραλύει το κράτος με τον πρώτο χιονιά, σημαίνει πως κάτι σάπιο υπάρχει στο
βασίλειο της Δανιμαρκίας». Από τον Άμλετ του Ουίλ. Σαίξπηρ.