δάκρυ,
το, πλ. δάκρυα,
τα, ουσ. [<αρχ. δάκρυ], το δάκρυ· ελάχιστη ποσότητα υγρού, η σταλαματιά,
η σταγόνα, η στάλα (Λαϊκό τραγούδι: δάκρυ δάκρυ τον καημό μου,
τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε μάνα θα σε δω).
(Ακολουθούν 30 φρ.)·
- βαστώ
τα δάκρυά μου, βλ. φρ. κρατώ τα δάκρυά μου·
- δε
βγάζει δάκρυ, βλ. φρ. δε χύνει δάκρυ·
- δε
χύνει δάκρυ, κλαίει
με μεγάλη δυσκολία, δε συγκινείται εύκολα: «ακόμη κι ο πατέρας του να πεθάνει
δε χύνει δάκρυ»·
- είναι
αργά για δάκρυα, το κακό πλέον έχει συντελεστεί: «όπως έγιναν τα πράγματα,
είναι αργά για δάκρυα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ·
- είναι
νωρίς για δάκρυα, δεν υπάρχει ακόμα λόγος να ανησυχούμε, δε διαφαίνεται
ακόμα κανένας κίνδυνος. (Τραγούδι: είναι νωρίς για δάκρυα Στέλλα,
παίξε τις κούκλες σου και γέλα)·
- έχει
έτοιμα τα δάκρυα, βλ. φρ. έχει τα δάκρυα στην τσέπη του·
- έχει
τα δάκρυα στην κωλοτσέπη του ή έχει το δάκρυ στην κωλοτσέπη του, βλ.
φρ. έχει τα δάκρυα στην τσέπη του·
-
έχει τα δάκρυα στην τσέπη του ή
έχει το δάκρυ στην τσέπη του, κλαίει με μεγάλη ευκολία, με το παραμικρό,
συγκινείται πολύ εύκολα: «μη μας πεις καμιά θλιμμένη ιστορία, γιατί από κει η
κυρία έχει τα δάκρυα στην τσέπη της»·
- κατάπια
τα δάκρυά μου ή κατάπια το δάκρυ μου, πίεσα τον εαυτό μου να μην
κλάψω: «μόλις διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, κατάπια τα δάκρυά μου και
προσπάθησα να του χαμογελάσω»·
- καυτά
δάκρυα ή καυτό δάκρυ, τα δάκρυα που προέρχονται από μεγάλη λύπη:
«στο χωρισμό της έκλαψε με καυτά δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: με το αντίο σου
πριν τ’ όνειρό μου σβήσεις θα σου χαρίσω ένα δάκρυ μου καυτό δεν είναι
δάκρυ να σε πείσω να γυρίσεις μα για το διάβα σου μικρό ευχαριστώ)·
- κλαίω
με μαύρα δάκρυα ή κλαίω με μαύρο δάκρυ, κλαίω απαρηγόρητα: «κάθε
φορά που βλέπει κάποια παλιά ελληνική ταινία με τη Μάρθα Βούρτση, κλαίει με
μαύρα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου κι όπου με βγάλει η
άκρη, θα φύγω και θα με ζητάς, θα κλαις με μαύρο δάκρυ)·
- κρατώ
τα δάκρυά μου, τα συγκρατώ, συγκρατιέμαι να μην κλάψω: «με κόπο κρατούσα τα
δάκρυά μου για να μη δείξω τη συγκίνησή μου»·
- κροκοδείλια
δάκρυα, τα προσποιητά δάκρυα, αυτά που δε βγαίνουν φυσικά αλλά με κάποια
σκοπιμότητα·
- με
παίρνουν τα δάκρυα ή με παίρνει το δάκρυ, αρχίζω να κλαίω:
«συγκινούμαι εύκολα, γι’ αυτό με το παραμικρό με παίρνουν τα δάκρυα»·
- με
πνίγουν τα δάκρυα ή με πνίγει το δάκρυ, κλαίω πολύ έντονα, πνίγομαι
στο κλάμα: «όταν άρχισα να του διηγούμαι τα βάσανα της ζωής μου, κάποια στιγμή
μ’ έπνιξαν τα δάκρυα και δε μπορούσα να συνεχίσω»·
- με
ποτίζει δάκρυα ή
με ποτίζει δάκρυ, με στενοχωρεί συχνά τόσο πολύ, που με κάνει και κλαίω:
«είναι τόσο άτακτο παιδί, που χρόνια τώρα με ποτίζει δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί
ζητάς τα νιάτα σου χαμένα για να πάνε, εγώ ποτίζω δάκρυα σ’ αυτές που μ’
αγαπάνε)·
- μέχρι
δακρύων, έκφραση με την οποία δηλώνουμε μεγάλη συγκίνηση ή έντονο γέλιο:
«ήταν τόσο ανθρώπινο το έργο, που συγκινηθήκαμε μέχρι δακρύων || ήταν μια
φανταστική κωμωδία και γελάσαμε μέχρι δακρύων»·
- πέφτει
το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. συνηθέστ. χύνω το δάκρυ κορόμηλο·
-
πικρά δάκρυα ή πικρό
δάκρυ, κλάμα από μεγάλη θλίψη, λύπη, στενοχώρια ή έντονο ψυχικό πόνο: «τη
στιγμή τ’ αποχωρισμού τους πικρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά τους»·
- πνίγηκε
απ’ τα δάκρυα ή πνίγηκε στα δάκρυα ή πνίγηκε στο δάκρυ, έκλαψε
πάρα πολύ έντονα: «στην κηδεία του πατέρα του πνίγηκε στα δάκρυα». (Λαϊκό
τραγούδι: έρημο το σπίτι κι αδειανό, ρήμαξ’ απ’ άκρη σ’ άκρη· τα παλιά σου
γράμματα φιλώ – Χριστίνα μου και πνίγομαι στο δάκρυ)·
- πνίγω
τα δάκρυά (μου) ή πνίγω το δάκρυ (μου), πιέζω τον εαυτό μου να μην
κλάψω: «κάθε φορά που τον βλέπω να γυρίζει σαν ρεμάλι μέσ’ στους δρόμους, πνίγω
τα δάκρυά μου για να μην καταλάβει κανείς τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: αυτοί
που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια, πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν)·
- στέρεψαν
τα δάκρυά μου ή στέρεψε το δάκρυ μου, έκλαψα τόσο πολύ που δεν έχω,
δεν μπορώ να βγάλω άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου, στέρεψαν τα δάκρυά
μου». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω, αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες
έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει
τα παλιά τα δάκρυά μου)·
- το
δάκρυ της Παναγιάς, χαρακτηρισμός οινοπνευματώδους ποτού, ιδίως του ούζου ή
του τσίπουρου, από μανιώδη πότη του: «αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο ποτό,
αγόρι μου, αυτό είναι το δάκρυ της Παναγιάς». Από το ότι το δάκρυ της Παναγίας
θεωρείται ό,τι το πολυτιμότερο·
- τρέχει
το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. φρ. χύνω το δάκρυ κορόμηλο·
- τρέχει
το δάκρυ μου ποτάμι, βλ. φρ. χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα. (Λαϊκό
τραγούδι: κι έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι και, μόλις σ’ είδα που δάκρυσες, έτρεξε
το δάκρυ μου ποτάμι,γιατί καρδιά μου άργησες)·
- τρέχουν
τα δάκρυα βροχή, άφθονα και χωρίς διακοπή: «τη στιγμή τ’ αποχωρισμού τους,
έτρεχαν τα δάκρυά τους βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: η καρδιά μου συννεφιάζει, τρέχουν
τα δάκρυα βροχή· σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα κι
εγώ στη φυλακή)·
- χύνω
δάκρυα ή χύνω δάκρυ, κλαίω πολύ: «κάθε φορά που βλέπω κάποια
συγκινητική ταινία, χύνω δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: χαράμι να σου γίνουν τα
ξενύχτια μου, τα τόσα δάκρυα που έχυσα για σένα)·
- χύνω
μαύρα δάκρυα ή χύνω μαύρο δάκρυ, κλαίω απαρηγόρητα: «στην κηδεία του
πατέρα του έχυσε μαύρα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρω, αφιλότιμη, θα
χύσεις μαύρο δάκρυ,να είσαι πάντα εύχομαι, ζητιάνα στην αγάπη!)·
- χύνω
πικρά δάκρυα ή χύνω πικρό δάκρυ, κλαίω έντονα από μεγάλη στενοχώρια
ή γιατί μετάνιωσα πολύ για κάτι που έκανα: «όταν χώρισε με τη γυναίκα του,
έχυσε πικρά δάκρυα»·
- χύνω
ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, κλαίω πάρα πολύ και
χωρίς διακοπή. (Λαϊκό τραγούδι: μες της ταβέρνας τη γωνιά για σένα πίνω· για
την αγάπη σου ποτάμια δάκρυα χύνω)·
- χύνω
το δάκρυ κορόμηλο, κλαίω έντονα και χύνω μεγάλα δάκρυα: «στην κηδεία του
πατέρα του έχυσε το δάκρυ κορόμηλο».